Aναρτήσεις - Αλµυρός Βασίλειος - Αλµυρού Ιωάννα

Κυριακή 26 Οκτωβρίου 2014

Κοινότητα - Τοπική Αυτοδιοίκηση

Κοινότητα - Τοπική Αυτοδιοίκηση 

Σαν κοινότητα Παλαιφύτου λειτουργεί από το έτος 1927, µε απόφαση του 
Υπουργείου Εσωτερικών και µε ονοµασία «Κοινότητα Παλαιφύτου». Καταργείται 
το όνοµα Λοζάνοβο και αποσπάται από την Κοινότητα ∆ροσερού, που την 
αποτελούσαν 12 χωριά. 
Οι πρώτες εκλογές για κοινοτικό συµβούλιο, γίνονται το έτος 1928 και η 
πρώτη ∆ιοίκηση αποτελείται από τους: Κουδέρη Οδυσσέα, Κουτσουρά
Αναστάσιo, Βακιρτζή Αντώνιο, Βοϊτσίδη Χαριλαο, Κόπτσαλη Κωνσταντίνο. 
Πρόεδρος εκλέγεται από τα µέλη του Συµβουλίου και η θητεία του κάθε 
Προέδρου είναι για ένα χρόνο. 
Το έτος 1931 γίνεται η πρώτη οριστική διανοµή και µοιράζονται κλήροι
(χωράφια) στο όνοµα του αρχηγού της οικογένειας. Η κατανοµή των 
στρεµµάτων είναι ανάλογα µε τα µέλη της οικογένειας. 
Αναφέρουµε ότι οι άνδρες κάτοικοι Παλαιφύτου ψηφίζουν για πρώτη φορά 
στις εθνικές εκλογές που γίνονται το 1928. Στις εκλογές αυτές δύο κόµµατα 
διεκδικούν την εξουσία, το Φιλελεύθερο Βενιζελικό κόµµα και το Συντηρητικό 
Βασιλικό κόµµα. Το αποτέλεσµα είναι 99,9 υπέρ του Βενιζέλου και µόνο µία 
ψήφος στο Βασιλικό κόµµα. Επειδή αυτό το αποτέλεσµα είναι πρωτοφανές γι’ 
αυτό το αναφέρουµε. 
Το έτος 1928 ο Βενιζέλος υποσχέθηκε σε µία συγκέντρωση που έκανε στα 
Γιαννιτσά, ότι θα αποξηράνει την λίµνη των Γιαννιτσών, όπως και έγινε. Το έτος 
1935 η Κοινότητα Παλαιφύτου δικαιώθηκε 1000 στρέµµατα, τα οποία 
µοιράσθηκαν σε νέους ακτήµονες. Έγιναν άλλες δύο διανοµές, σε νέους αγρότες 
το έτος 1957 περίπου 2000 στρέµµατα και το 1971, 500 στρέµµατα. Τα ως άνω 
αναφερόµενα χωράφια µέχρι την απαλλοτρίωση, ήταν βοσκότοπος που έβοσκαν 
πρόβατα, αγελάδια, βουβάλια και άλογα. 
Το Κοινοτικό Γραφείο βρισκόταν στο χώρο όπου σήµερα στεγάζονται τα 
γραφεία του Αγροτικού Συνεταιρισµού. Το γραφείο λειτουργούσε σ’ ένα µικρό 
πλινθόκτιστο κτίριο. Στο ίδιο κτίριο σε άλλο δωµάτιο έµενε ο παπάς του χωριού 
όταν δεν ήταν κάτοικος Παλαιφύτου. Αρχές του έτους 1950, κτίσθηκε το νέο 
κτίριο που στεγάζει το κοινοτικό γραφείο µέχρι σήµερα. 

Την δεκαετία του 1960, µε συµµετοχή των κατοίκων, κτίζεται ένα κτίριο 
κοντά στην κοινότητα, που ονοµάζεται «Αγροτολέσχη». Σήµερα χρησιµοποιείται 
για διάφορες εκδηλώσεις από τον Πολιτιστικό Σύλλογο, αλλά και από το σχολείο. 
Το έτος 1940 που κηρύχθηκε ο πόλεµος µε τους Ιταλούς και τους Γερµανούς, 
πρόεδρος είναι ο Αναστασιάδης Παναγιώτης (Καράµπαµπας). Από την κοινότητα 
Παλαιφύτου επιστρατεύονται 119 άνδρες που πολεµούν στο µέτωπο στα βουνά 
της Αλβανίας. Όταν τελείωσε ο πόλεµος γύρισαν οι 118, σκοτώθηκε µόνο ένας ο 
Λωρίδας Ιωάννης. Το κοινοτικό συµβούλιο σε ένδειξη τιµής κι ευγνωµοσύνης, 
ονόµασε την οδό που ήταν το σπίτι του σε οδό Ιωάννη Λωρίδα. Είχαµε και δύο 
τραυµατίες, τον Μπαµπάνη Λάζαρο και Γκιούρο ∆ιαµαντή. 
Αξίζει να αναφέρουµε ότι δύο κάτοικοι του Παλαιφύτου ο Μαναβάκης 
Απόστολος και ο Αρτεµιάδης Αναστάσιος πήγαν εθελοντές στον πόλεµο παρότι 
δεν ήταν σε ηλικία επιστράτευσης. 
Το 1944 ειδοποίησαν τους κατοίκους του Παλαιφύτου να φύγουν από τα 
σπίτια τους γιατί θα περνούσαν οι Γερµανοί από τον κεντρικό δρόµο. Έφυγαν µε 
τα κάρα και πήγαν στην αποξηρανθεισα λίµνη των Γιαννιτσών κι εκεί έµειναν 
µερικές µέρες. 
Υπάρχουν ορισµένα γεγονότα τα οποία µας υπενθυµίζουν, ότι ακόµη και κατά 
την διάρκεια των πολέµων, η ανθρώπινη φύση δεν είναι καταστροφική, αλλά 
ικανή για πράξεις αδελφοσύνης και αλληλεγγύης και αναφέρουµε δύο 
χαρακτηριστικά ιστορικά γεγονότα. 
Στην διάρκεια της κατοχής, έκλεισε το ορφανοτροφείο στην Θεσσαλονίκη, 
επειδή δεν είχε δυνατότητα να προµηθεύεται τρόφιµα και υλικά και οι υπάλληλοι 
επιστρατεύθηκαν. Η διεύθυνση του ορφανοτροφείου σε συνεργασία µε την 
κοινότητα Παλαιφύτου και την Τοπική Αυτοδιοίκηση, έστειλε δεκατεσσερα ορφανά 
παιδιά σε δεκατεσσερις οικογένειες του χωριού. Μην φανταστείτε ότι είχαν 
οικονοµική άνεση, απλώς είχαν ανθρωπιά, φιλότιµο και αγάπη προς τον άνθρωπο. 
Το λίγο φαγητό, γάλα, ψωµί που είχαν για τα παιδιά τους, έφθανε και για ένα 
ορφανό για να µην πεθάνει από την πείνα. Οι οικογένειες που φιλοξένησαν 
ορφανά στην Κατοχή ήταν του Αρτεµιάδη Σωτήρη, Βαλαβάνη Πασχάλη, Κωστάρα 
Βασίλη, Καρακωστή Ελισάβετ, Καραξογόνη Βασιλη Μαυρογιαννίδη Ιωάννη 
Θεοδώρου, Μαυρογιαννίδη Ιωάννη Αθανασίου, Μαναβάκη Βάγιας, Μπουράκη 
Νικόλαου, Νεοχωρίτου Κοκκόνη, Παναγιωτίδη Απόστολου, Ρόπου Αθανασίου, 
Συρόπουλου ∆ηµητρίου, Παντάδη Κλεάνθη. Είναι άξιο λόγου να αναφερθεί, ότι 
όταν τελείωσε ο πόλεµος και τα ορφανά µεγάλωσαν κι έκαναν οικογένειες, δεν 
ξέχασαν αυτούς που τους έσωσαν από την πείνα. ∆ιατήρησαν φιλικές 
οικογενειακές σχέσεις για αρκετά χρόνια. 
∆εύτερο γεγονός είναι, ότι αρκετοί κάτοικοι µεγάλων πόλεων Αθήνας
Θεσσαλονίκης, φιλοξενήθηκαν από οικογένειες στο Παλαίφυτο, έτσι σώθηκαν και 
δεν πέθαναν από πείνα. Χαρακτηριστικά ο µουσικοσυνθέτης Πρ. Τσaουσάκης, 
φιλοξενήθηκε στο σπίτι της Μπούρα Σοφίας. 
Αναφέρουµε ακόµη λόγω της πείνας ερχόταν από τις πόλεις άνδρες και 
γυναίκες και µάζευαν στάχια (µπασάκια) που έµεναν στη γη µετά το θέρισµα, 
επίσης και µετά το αλώνισµα προσπαθούσαν να µάσουν σιτάρι, αυτό που έπεφτε 
από τα στάχια. 

∆ιοικητικά Συµβούλια της Κοινότητας Παλαιφύτου 

Μέχρι το 1949, παρέµεινε πρόεδρος ο Αναστασιάδης Παναγιώτης 
(Καράµπαµπας). 
Το 1949 πρόεδρος µπήκε ο Καϊµακάµης Κωνσταντίνος. Μέλη: Κουτσουράς 
Ανέστης, Γιακουµίδης Γιακουµής, Ποδοπάνης Βεργούλης, Μαυρογιαννίδης 
Ευστράτιος. 
Το 1950: Πρόεδρος ο Κανελιάδης Απόστολος. Μέλη: Γιακουµίδης Γιακουµής, 
Μουχλιάρης Νικόλαος. 
Το 1951: Πρόεδρος: Καµπουρίδης Γκίγκας. Μέλη: Κανελιάδης Απόστολος, 
Μητσόπουλος Εµµανουήλ, Κωστούρας Ιωάννης, Αλεξίου Ευστράτιος. 
Το 1952: Πρόεδρος, Παναγιωτίδης Απόστολος. Μέλη: Κωστούρας Ιωάννης, 
Κανελιάδης Απόστολος, Καµπουρίδης Γκίγκας, Μητσόπουλος Εµµανουήλ, Αλεξίου 
Ευστράτιος. 
Το 1953: Πρόεδρος, Κανελιάδης Απόστολος. Μέλη: Αλεξίου Ευστράτιος, 
Παναγιωτίδης Απόστολος, Κωστούρας Ιωάννης, Καµπουρίδης Γκίγκας. 
Το 1954: Πρόεδρος, Κωστούρας Ιωάννης. Μέλη: Μητσόπουλος Εµµανουήλ, 
Κανελιάδης Απόστολος, Καµπουρίδης Γκίγκας, Παναγιωτίδης Απόστολος, Αλεξίου 
Ευστράτιος. 
Το 1955: Πρόεδρος, Καµπουρίδης Γκίγκας. Μέλη: Κουδέρης Γρηγόρης, 
Κωστούρας Ιωάννης, Κανελιάδης Απόστολος, Γιακουµίδης Γιακουµής, Αξιωτίδης 
Γεώργιος, Γκάκης Αθανάσιος. 
Το 1956: Πρόεδρος, Καµπουρίδης Γκίγκας και µέλη όλοι οι αναφερόµενοι το 
έτος 1955. 
Το 1957 και 1958 πρόεδρος ο Καµπουρίδης Γκίγκας. Μέλη: Αξιωτίδης 
Γεώργιος, Γκάκης Αθανάσιος, Κανελιάδης Απόστολος, Κωστάρας Ιωάννης, 
Γιακουµίδης Γιακουµής, Βακιρτζής Κωνσταντίνος. 
Το 1959 και 1960 πρόεδρος ο Γιακουµίδης Γιακουµής. Μέλη: Αναστασιάδης 
Παναγιώτης, Παναγιωτίδης Απόστολος, Κωστάρας Ιωάννης, Μαυρογιαννίδης 
Θεόδωρος, Καστρινίδης ∆ηµήτριος. 
Το 1961-1962 πρόεδρος Γιακουµίδης Γιακουµής. Μέλη: Αναστασιάδης 
Παναγιώτης, Καστρινίδης ∆ηµήτριος, Μαυρογιαννίδης Θεόδωρος, Καµπουρίδης 
Γκίγκας, Παναγιωτίδης Απόστολος. 
Το 1963-1964: Πρόεδρος Αναστασιάδης Παναγιώτης. Μέλη: Γιακουµίδης 
Γιακουµής, Αλµυρός Παναγιώτης, Καµπουρίδης Γκίγκας, Μαυρογιανίδης 
Θεόδωρος, Παναγιωτίδης Απόστολος. 
Το 1964-1967: Πασπαλάς Άνθιµος. Μέλη: Λαζαρίδης Φώτιος, Ξενάκης 
Ιωάννης, Γιαννακίδης Λεονταρής, Κωστούρας Ιωάννης, Κανελιάδης Απόστολος. 
1967-1974: Πρόεδρος Πασπαλάς Άνθιµος. Μέλη: Ξενάκης Ιωάννης, 
Γιαννακίδης Λεονταρής, Λαζαρίδης Φώτιος, Ποδοπάνης Πλάτων. 
Το 1974-1978 πρόεδρος Πασπαλάς Άνθιµος. Μέλη: Κουτσουράς Ηλίας, 
Λεβάντης Κωνσταντίνος, Μαυρογιαννίδης Θεόδωρος, Αλµυρός Οδυσσέας, 
Καρύπης Εµµανουήλ, Βαλασιάδης Οδυσσέας. 
Το 1979-1982: Πρόεδρος Χουρµουζιάδης Γεώργιος. Μέλη: Κουτσουράς 
Σταύρος, Γιαννακίδης Αθανάσιος, Ελευθερόπουλος Στέλιος, Καλπακίδης 
Ελευθέριος, Πασπαλάς Άνθιµος, Μαυρογιαννίδης Θεόδωρος. 
Το 1982-1986 πρόεδρος: Γιαπουντζής Χρήστος. Μέλη: Κουτσουράς Νικόλαος, 
Λεβάντης Κωνσταντίνος, Γιακουµίδης Θεµιστοκλής, Πούπας Πασχάλης, 
Χουρµουζιάδης Γεώργιος, Μαναβάκη Βάγια. 
Το 1986-1990: Πρόεδρος Γιαπουτζής Χρήστος. Μέλη: Κουτσουράς Ηλίας, 
Ματεντζόγλου ∆ηµήτριος, Λεβάντης Κωνσταντίνος, Βαλασιάδης Γεώργιος, 
Πατάκας Παναγιώτης, Μαυρογιαννίδης Ιωάννης. 
Το 1990-1994 πρόεδρος Παναγιωτίδης Φώτιος. Μέλη: ∆άνδαρας Αιµιλιανός, 
Λούσπας Χρήστος, Καµπουρίδης Απόστολος, Κουδέρης Χαράλαµπος, Γιαννακίδης 
Αθανάσιος, Πατάκας Παναγιώτης. 
Το 1995-1998 πρόεδρος Παναγιωτίδης Φώτιος. Μέλη: Κανελιάδης 
Ελευθέριος, Στεφανίδης Νικόλαος, Ελευθερόπουλος ∆ρόσος, Καδικιώτης 
Βασίλειος, Ματεντζόγλου ∆ηµήτριος, Λεβάντης Κωνσταντίνος. 
1999-2002 ∆ήµος Μ. Αλεξάνδρου. 
∆ήµαρχος: Στογιαννίδης Γεώργιος. 
Πρόεδρος: Μπαµπάνης Θωµάς. 
∆ηµ. Σύµβουλος: Παναγιωτίδης Φώτιος. 
2003-2006: ∆ήµαρχος: Στογιαννίδης Γεώργιος. 
Πρόεδρος: Παναγιωτίδης Φώτιος. 
Μέλη: Αλµυρός Βασίλειος, Προύµας Νικόλαος. 
2004-2005: Αντιδήµαρχος: Παναγιωτίδης Φώτιος. 
2007-2010: ∆ήµαρχος: Μακρίδης Ανέστης. 
Αντιδήµαρχος: Αλµυρός Βασίλειος. 
Σύµβουλος: Αλεξίου Χρήστος. 
Πρόεδρος τοπ. Συµβουλίου: Κουδέρης Οδυσσέας. 
Μέλη: Κανελιάδης Απόστολος, Ματεντζόγλου ∆ηµήτριος, Γιακουµίδης 
Γιακουµής, Λούσπα Ερασµία. 
2011-2014 ∆ήµος Πέλλας. 
∆ήµαρχος: Στάµκος Γρηγόριος. 
∆ηµ. Σύµβουλος – Πρόεδρος ∆ΗΚΕΠΑ: Λούσπα Ερασµία. 
Πρόεδρος τοπ. Συµβουλίου: Γιακουµίδης Γιακουµής. 
Μέλη: Βογιατζής Παρασκευάς, Ελευθερόπουλος ∆ρόσος. 
Από την ίδρυση της Κοινότητας Παλαιφύτου, οι γραµµατείς που εργάστηκαν 
κατά καιρούς ήταν: 
Αναστασιάδης ∆ούκας 
Τζωρτζίκας Φώτιος 
Γεµετζής Ανδρέας 
Βασιλειάδης ∆ηµήτριος (Μίµης) 
Γκοζδίνος ∆ηµήτριος 
Σαµαρά Αικατερίνη. 
Ως κλητήρες εργάστηκαν οι: 
Σεραφείµ Σπύρος 
∆εσίπης Φραγκούλης 
Τσακίρης Θεόδωρος. 
Εκκλησία του Αγίου Ιωάννη Προδρόµου 

 Το έτος 1926 αφού πρώτα 
τελείωσε ο µηχανικός την 
ρυµοτοµία του χωριού, χορήγησε 
οικόπεδο για την ανέγερση του 
Ιερού Ναού. Οι κάτοικοι µε 
εθελοντική εργασία κτίζουν την 
πρώτη εκκλησία στο χώρο που 
βρίσκεται µέχρι σήµερα. Όπως 
αναφέραµε και στην αρχή, οι 
κάτοικοι όταν έφυγαν από το 

Στην φωτογραφια αυτή  που είναι το ετους 1927 που κτίζεται η πρωτη εκκλησια  είναι  οι κατωθι.
Αλμυρος Πανγιωτης,Μαυριδογλου Αναστάσιος Χαρδαλς Χρηστος,αρχιμασταρας,Ελευθερόπουλος Δροσος,Σουλακης Διαμαντής,Μητσοπουλος Φωτιος,Αλμυρος Κων/ντινος,Τζορζικας,Γεωργιος, Λαζαρίδης Γεωργιος..
Τσακήλι, φρόντισαν να πάρουν από την εκκλησία τους εικόνες, ιερά σκεύη και τα 
αρχεία της κοινότητας. Να σηµειωθεί ότι υπάρχουν εικόνες σήµερα που 
αναφέρονται σε δωρητές για τα έτη 1840, 1850, 1860. Χαρακτηριστικά 
αναφέρουµε τις εικόνες 1) Παναγία η Ελεούσα, 2) Βηµόθυρα του ναού Ιωάννου 
του Προδρόµου, 3) Ο Χριστός µε το αρνίο στους ώµους, 4) του Ιωάννου του 
Προδρόµου, 5) του Αγίου Μόδεστου, 6) του Προφήτη Ηλία, 7) του Αγίου 
Γεωργίου, 8) του Αγίου Σπυρίδωνος, 9) του Αγίου Νεκταρίου (κοντά στο χωριό 
Πετροχώρι (Τσακήλι) υπήρχε ένα παραθαλάσσιο κεφαλοχώρι η Σηλυβριά. Από 
αυτό το χωριό καταγόταν ο Άγιος Νεκτάριος, ήταν νεοµάρτυρας θαυµατουργός 
και αυτό θεωρείτο ευλογία για του κατοίκους της περιοχής. 
Η πρώτη εκκλησία που κτίστηκε από τους κατοίκους δόθηκε στη χάρη του 
Ιωάννου του Προδρόµου όπως ήταν και στην πατρίδα τους. Το πανηγύρι του 
χωριού γίνεται στις 29 Αυγούστου. 

Το 1960 πάλι µε εθελοντική εργασία των κατοίκων ανακαινίστηκε το κτίριο,της Εκκλησιας.
 Το 1980 µε 
πρωτοβουλία και συνδροµή 
του Γιαπουτζή Χρήστου 
προέδρου της κοινότητας, 
αλλά και µε συνδροµές όλων 
των κατοίκων (όπως υπάρχει 
και σχετική πινακίδα που το 
αναφέρει) θεµελιώνεται και 
κτίζεται νέος ναός ο οποίος 
αποπερατώνεται και γίνονται 
τα θυρανοίξια το 1994. 
Ο πρώτος ιερέας του 
χωριού που ήρθε από το Τσακήλι, ήταν ο παπαθανάσης Αξιωτίδης. Ακουλουθεί ο 
παπα Λεωνίδας, ο παπαπρέκας,ο παγιωργης Καραγεωργοπουλος ο παπαµανώλης Αλµπαντής, ο παπαναστάσης 
Παπαδόπουλος, ο παπανικόλας Φίγκος, ο παπαγιάννης Γιαννακίδης και σήµερα 
λειτουργεί ο παπαθανάσης Παπαδόπουλος. Καντηλανάφτες ήταν οι: 
Βοϊτσίδης Ζαφείρης, Ελευθερόπουλος ∆ρόσος, Παντάδης Θωµάς, 
Καραπαναγιώτης Βασίλης, Γκιουτζένης Ζαφείρης. 
Το 1981 εγκαινιάστηκε το παρεκκλήσι της Αγίας Κυριακής, δίπλα στα 
µικρασιάτικα νεκροταφεία, µε χορηγούς τον Γαπουτζή Χρήστο και τους κατοίκους 
του χωριού. Επίσης το 2000 κτίστηκε το παρεκκλήσι της Ζωοδόχου Πηγής. Εκεί 
φυλάσσεται εικόνα της Ζωοδόχου Πηγής που κρατούσαν κάτοικοι στα σπίτια τους 
σαν ιερό κειµήλιο από την ιδιαίτερη πατρίδα τους. 
Το 2009 κτίζεται στα θρακιώτικα νεκροταφεία το παρεκκλήσι Ιωακείµ και 
Άννης µε   την συνδροµή ορισµένων κατοικων.
Επίσης υπάρχουν µικρά εκκλησάκια όπως των Αγίων Αναργύρων, Αγίας 
Παρασκευής, Προφήτη Ηλία, Παναγίας Σουµελά, Αγίων Ραφαήλ Νικολάου και 
Ειρήνης. 
Ψάλτες 
Μουρατίδης Κωνσταντίνος (δάσκαλος), Μουρατίδης Ηλίας, Αξιωτίδης 
Μανώλης, Ιωαννίδης Μανώλης, Μουχλιάρης Νίκος, Καδικιώτης ∆ηµοσθένης, 
Κανελιάδης Απόστολος, Μητσόπουλος ∆ηµήτριος.Μαυρογιαννιδης Ηλιας,Παυλος από Γιαννιτσα. 




Σχολείο – ∆ηµοτικό – Νηπιαγωγείο 

Σχολείο – ∆ηµοτικό – Νηπιαγωγείο
Πρέπει να αναφέρουµε, ότι υπάρχει µέριµνα για σχολείο. Βρίσκουν ένα κτίριο
στην τοποθεσία που είναι σήµερα το σπίτι του Περηφανάκη Ανδροκλή και
Χατζίδη Γιώργου. Το σπίτι ήταν κάποιου Τούρκου Μπέη. Λειτούργησε σαν
σχολείο αλλά αργότερα σιγά σιγά κατέρρευσε επειδή ήταν παλιό. Για δύο χρόνια
µέχρι να αποκατασταθούν οι κάτοικοι στο Παλαίφυτο δεν υπήρχε σχολείο και τα
παιδιά πήγαιναν στο γειτονικό σχολείο του Τριφυλλίου (όπως ο Μουχλιάρης
Λεωνίδας).
Μετά τα µαθήµατα γινότανε ανά δύο τάξεις σε αποθήκες ή καφενεία, όπως
του Παναγιωτίδη Απόστολου, Αλµυρού Κωνσταντίνου, Βοϊτσίδη Χαρίλαου, Πούπα
Σταύρου, Κουτσουρά Φανη. Το καινούριο σχολείο κτίσθηκε και λειτούργησε το
1954-1955.Τα κορίτσια φορουσαν μπλε ποδιες με ασπρπ γικαδακι με δαντελα.Ειχαν μακρια μαλια πιασμένα με ασπρη κορδελα.Τα αγορια ηταν κουρεμενα με την ψιλη.Το σχολειο διεθετε και κουρευτικη μηχανη.Ενας μαθητης της Στ. ταξης εκανε τον κουρεα. 
Οι δάσκαλοι που δίδαξαν κατά καιρούς ήταν ο Πύρος, ο Μουρατίδης 
Κωνσταντίνος (καταγωγή από Τσακήλι), η Αφροδίτη, ο Κότσινας, ο Βαρωνίδης 
Χαράλαµπος, η Ασπασούλα, η Νίτσα Παπαδοπούλου, η Ρίτσα Παπαδοπούλου, η 
Ρούλα από Έδεσσα, ο Παπαδόπουλος Άρης, η Ρεβύθου Γεωργία, η Γιαπουτζή 
Μαίρη, ο Κρίτσης Κώστα και η γυναίκα του, ο Τζιώρας Λάζαρος, η Μαυρίδου 
Σµαρώ, ο Τζιµάκης Αθανάσιος, ο Γολιδόπουλος Κώστας, η Αντωνιάδου Βάσω, η 
Γερακοπούλου Αφροδίτη, ο Χ’’Ιωαννίδης Νίκος, ο Ξενάκης Βασίλειος, ο 
Παρµακίδης Αθανάσιος, ο Παπαδόπουλος Αντώνιος, ο Τσαλικίδης Νίκος, η 
Τσαλικίδου Ελένη, ο Ξενάκης Αθανάσιος, η Πατάκα Παναγιώτα, η Ξενάκη Αγγέλα Πομακης Νικολαος
κ.α. Τα πρώτα χρόνια τα παιδιά έµεναν στο σχολείο όλη τη µέρα, έπαιρναν µαζί 
τους και φαγητό. 
 Οι σχολικές τσάντες ήταν πάνινες ραµµένες ή από τσουβάλι (λινάτσα) 
κεντηµένες. Κάθε πρωί ένα παιδί που έµενε κοντά στην εκκλησία, κτυπούσε την 
καµπάνα του χωριού δυνατά, για να πάνε στο σχολείο, επειδή δεν υπήρχαν 
ρολόγια. Αργότερα γύρω στο 1960 δίνονταν συσσίτια. Το πρωί γάλα (από σκόνη) 
– γραβιέρα ή βούτυρο – µαρµελάδα – ψωµί. Ο Χατζίδης Γιώργος ήταν ο µάγειρας 
που σέρβιρε. Το κτίριο θερµαινότανε µε ξυλόσοµπες γι’ αυτό το κάθε παιδί κάθε 
µέρα πήγαινε και ένα ξύλο από το σπίτι του. Στην αρχή τα µαθήµατα γινότανε και 
τα Σάββατα. Την Τετάρτη το απόγευµα, τα παιδιά περιποιότανε το κήπο, κουβαλούσαν νερό µε τενεκάκια από τις βρύσες, να ποτίσουν τα λουλούδια. Κάθε Κυριακή αφού πήγαιναν στο σχολείο το πρωί, ξεκινούσαν για την εκκλησία στη γραµµή. Μέσα στην εκκλησία τα κορίτσια στεκότανε µπροστά και αριστερά της Ωραίας Πύλης, τα αγόρια δεξιά. Στο τέλος της χρονιάς, γινότανε γυµναστικές επιδείξεις, µετά από πολύ προετοιµασία. Χόρευαν παραδοσιακούς χορούς, έκαναν αθλήµατα όπως άλµα εις ύψος, άλµα επί κοντώ, τρέξιµο κλπ. Οι πρωταθλητές έπαιρναν βραβεία. Σε ειδική τελετή έδιναν στα παιδιά τα ενδεικτικά, απολυτήρια και στους πρώτους µαθητές και βραβεία. Γύρω στο 1960 λειτούργησε Νηπιαγωγείο. Αρχικά νοίκιαζαν αποθήκες ή καφενεία, όπως του ∆ρακούλη Πέτρου, του Προύµα Κυριάκου, Αλεξίου Γιώργου. Αργότερα στεγάσθηκε στα µαγειρεία του ∆ηµοτικού Σχολείου και αργότερα έγινε καινούριο κτίριο. Οι νηπιαγωγοί που δίδαξαν στα νήπια ήταν η Κατσανα Ελένη, η Κανελιάδου Μαρία, η Πατάκα Ελένη. ∆ίπλα στο νηπιαγωγείο, κτίσθηκε το κτίριο του παιδικού σταθµού το 1980 και λειτούργησε το 1990. 


Αγροτικός Συνεταιρισµός

Οι πρώτοι κάτοικοι του Παλαιφύτου κατά ποσοστό 95%, ήταν αγρότες και 
κτηνοτρόφοι και γι’ αυτό το 1928, σχεδόν µόλις απέκτησαν χωράφια και ζώα, 
ίδρυσαν τον Αγροτικό Συνεταιρισµό. Ο Συνεταιρισµός ονοµαζόταν «Γεωργικός 
Πιστωτικός Συνεταιρισµός Παλαιφύτου Περιορισµένης Ευθύνης». 
Ο Συνεταιρισµός Παλαιφύτου, ήταν µέλος της Ένωσης Αγροτικών 
Συνεταιρισµών Γιαννιτσών και χρηµατοδοτείτο από την Αγροτική Τράπεζα 
Γιαννιτσών. ∆ιοικείται από πενταµελές ∆ιοικητικό Συµβούλιο, και τριµελές 
εποπτικό Συµβούλιο. Ελέγχεται από την Αγροτική Τράπεζα, και τον αρµόδιο 
υπάλληλο που ονοµάζεται επόπτης. Οι εργασίες που προσφέρει ο Συνεταιρισµός 
είναι να προµηθεύει εφόδια, σπόρους, λιπάσµατα και καλλιεργητικά δάνεια στα 
µέλη του. Τα δάνεια τα παίρνει µε πίστωση από την Τράπεζα. Ο πρόεδρος και τα 
µέλη του ∆ιοικητικού Συµβουλίου έπαιρναν καταστάσεις και δήλωναν τι εφόδια ή 
µετρητά χρειάζονταν τα µέλη, πήγαιναν στην Τράπεζα και αφού γινότανε η 
έγκριση από τον ∆ιευθυντή, τα µοίραζαν στους δικαιούχους. Όσον αφορά τα 
εφόδια, τα φύλαγαν σε αποθήκες που νοίκιαζαν στο χωριό. Τα µετρητά 
µοιράζονταν στα γραφεία του Συνεταιρισµού από τον πρόεδρο. 
Το γραφείο του Συνεταιρισµού στεγαζόταν µε το γραφείο της κοινότητας στο 
χώρο που βρίσκεται µέχρι σήµερα. Μέχρι την δεκαετία του 1960 σαν µέλη του 
∆ιοικητικού Συµβουλίου διετέλεσαν οι: Μουρατίδης Ηλίας, Μυστακίδης Ματθαίος, 
Κωστούρας Ιωάννης, Αλµυρός Παναγιώτης, Γιακουµίδης Γιακουµής, Παναγιωτίδης 
Απόστολος, Μουχλιάρης Νικόλαος, Καδικιώτης ∆ηµοσθένης, Ματεντζόγλου 
Ιωάννης, Μαυρογιαννίδης Πέτρος, Ζαχαράκογλου Μηχάλης κ.α. Την λογιστική 
ενηµέρωση του Συνεταιρισµού την είχε η Ένωση Αγροτικών Συνεταιρισµών 
Γιαννιτσών που όριζε αρµόδιο υπάλληλό της. Την δεκαετία του 1950 ο 
Συνεταιρισµός απέκτησε δικές του αποθήκες και ένα µικρό γραφείο στο χώρο που 
βρίσκεται σήµερα. 
Η Ένωση Αγροτικών Συνεταιρισµών την δεκαετία του 1950 κατασκευάζει 
αποθήκη σιτηρών στην είσοδο του χωριού. Επίσης την δεκαετία του 1960 
κτίζεται άλλη µεγάλη αποθήκη. 
Το 1965 ο Συνεταιρισµός κάνει αίτηση µέσω Αγροτικής Τράπεζας προς το 
Υπουργείο Γεωργίας και ζητά να του δοθεί η Αγροτική Πίστη. Αυτό σηµαίνει ότι 
το ∆ιοικητικό Συµβούλιο θα εγκρίνει τα δάνεια που ζητούν τα µέλη του. Επίσης 
πληρώνονται επιταγές, εντολές, επιδοτήσεις από Συνεταιρισµό στο χωριό και δεν 
θα είναι υποχρεωµένοι να πηγαίνουν στα Γιαννιτσά. Θα πρέπει όµως να έχει 
λογιστήριο και θα κρατά τα λογιστικά βιβλία ο ίδιος ο Συνεταιρισµός. 
Το ∆ιοικητικό Συµβούλιο το έτος 1965 απαρτίζεται από τους: 
Μαυρογιαννίδη Θεόδωρο – Πρόεδρος 
Μαυρογιαννίδη Πέτρο – Αντιπρόεδρος 
Πασπαλά Άνθιµο – Ταµίας 
Κωστούρα Ιωάννη – Γραµµατέας 
Ιωαννίδη Μανώλη – Μέλος 
Προκηρύσσουν διαγωνισµό για πρόσληψη λογιστή. Επιτυχών στον 
διαγωνισµό είναι ο Αλµυρός Βασίλης και αναλαµβάνει καθήκοντα λογιστή από 
1-1-1966. Θα πρέπει να αναφέρουµε ότι ο Συνεταιρισµός Παλαιφύτου όπως και 
άλλοι Συνεταιρισµοί που ασκούν Αγροτική Πίστη, παίρνουν από την Αγροτική 
Τράπεζα προµήθεια 1% επί του τζίρου των δανείων, για ν’ αντιµετωπίσουν τα 
έξοδά τους χωρίς να επιβαρύνουν τα µέλη του. 
Το έτος 1978, µε αίτησή του, ο Συνεταιρισµός ζητά να διαχειρίζεται και τις 
καταθέσεις του ταµιευτηρίου των µελών του, για λογαριασµό της Αγροτικής 
Τράπεζας. Η αίτηση εγκρίνεται. Το ∆ιοικητικό Συµβούλιο, το έτος αυτό το 
απαρτίζουν οι: 
Χρυσογονίδης Αδάµ – Πρόεδρος 
Μαυρογιαννίδης Κωνσταντίνος – Αντιπρόεδρος 
Μαυρογιαννίδης Θεόδωρος – Ταµίας 
Κουδέρης ∆ηµήτριος – Γραµµατέας 
Κουτσουράς Όθων – Μέλος 
Ανοίγουν λογαριασµούς σε βιβλιάρια για µέλη και µη µέλη του Συνεταιρισµού 
και οι καταθέσεις και αναλήψεις γίνονται από Συνεταιρισµό. Επίσης πληρώνονται 
οι συντάξεις των ΟΓΑ και του ΙΚΑ. Έτσι οι κάτοικοι δεν ταλαιπωρούνται 
πηγαίνοντας στα Γιαννιτσά. Αρχές του 1982, προσλαµβάνεται ο Πασπαλάς 
Άνθιµος σαν διαχειριστής εφοδίων. 
Το έτος 1988 ο Συνεταιρισµός κάνει αίτηση στο Υπουργείο Γεωργίας και στην 
Αγροτική Τράπεζα και εντάσσεται στο Νόµο 1962/82, για να κατασκευάσει 
διαλογητήρια – ψυγεία, µε µηχανικό εξοπλισµό. Η επιδότηση είναι 40%. Η αίτηση 
γίνεται δεκτή και εγκρίνεται δάνειο. Μέχρι το 1990 υλοποιείται το έργο. Το έτος 
αυτό το ∆ιοικητικό Συµβούλιο απαρτίζεται από τους: 
Ματεντζόγλου ∆ηµήτριο – Πρόεδρο 
Λεβάντη Κωνσταντίνο – Αντιπρόεδρο 
Νεοχωρίτη Χριστόφορο – Ταµία 
Παναγιωτίδη Φώτιο – Γραµµατέα 
Καδικιώτη ∆ηµήτριο – Μέλος 
Οι παραγωγοί – µέλη παραδίδουν τα προϊόντα τους στον Συνεταιρισµό, όπως 
ντοµάτες θερµοκηπίου, ροδάκινα, νεκταρίνια, αχλάδια, µήλα, σπαράγγια τα οποία 
πωλούνται στην εσωτερική αγορά αλλά και στο εξωτερικό (Γερµανία, Ολλανδία, 
Αυστρία κ.α.). 
Ο Συνεταιρισµός κάνει αίτηση στο Υπουργείο Γεωργίας και αναγνωρίζεται 
«οµάδα παραγωγών φρούτων και λαχανικών». Με την αναγνώριση αυτή, 
ωφελούνται τα µέλη του από διάφορες επιδοτήσεις και προγράµµατα της Ε.Ο.Κ. 
Με την συγκέντρωση φρούτων και λαχανικών, δηµιουργούνται θέσεις 
εργασίας σε γυναίκες (συσκευάστριες) και άνδρες (φορτωτές) και άλλες εργασίες, 
όπως σε φορτηγά ∆.Χ. και Ι.Χ. Την εποχή αυτή το ∆ιοικητικό Συµβούλιο 
απαρτίζεται από τους: 
Καστρενίδη Γεώργιο – Πρόεδρο 
Αλεξίου Γεώργιο – Αντιπρόεδρο 
Μπαµπάνη Θωµά – Ταµία 
Ιωαννίδη Μηνά – Γραµµατέα 
Λούσπα Πέτρο – Μέλος 
Το 1990 προσλαµβάνεται στο λογιστήριο η Μαρία Μαυρογιαννίδου 
πτυχιούχος οικονοµολόγος. Το 2004 παίρνει µετάταξη στο υπουργείο παιδείας. 
Την ίδια περίοδο ο Συνεταιρισµός Παλαιφύτου µε των Γαλατάδων και του 
∆ροσερού, ιδρύουν Κοινοπραξία φρούτων και λαχανικών την ΚΑΣΟ. Κάνουν την 
κοινοπραξία αυτή, για να µπορέσουν ν’ αναγνωρισθούν ως οµάδες παραγωγών. 
Στην Κοινοπραξία αυτή, µετά από δύο χρόνια, εγκρίνεται και ο Συνεταιρισµός 
Καλυβίων. Το έτος 2010 αποχωρεί ο Συνεταιρισµός Γαλατάδων και το 2012 του 
Παλαιφύτου. 
Από το 2009 από το Παλαίφυτο όπως και από άλλους Συνεταιρισµούς στην 
Ελλάδα, αφαιρείται η Αγροτική Πίστη και το έργο των καταθέσεων Ταµιευτηρίου, 
επειδή πουλήθηκε η Αγροτική Τράπεζα σε ιδιώτη.
Αγροτικός Σύλλογος 
Την δεκαετία του 1970 ιδρύεται στο Παλαίφυτο Αγροτικός Σύλλογος. Έχει 
συνδικαλιστικές δραστηριότητες. Ενδιαφέρεται γα τις τιµές των αγροτικών 
προϊόντων, για τις τιµές των εφοδίων, λιπασµάτων, γεωργικών φαρµάκων. 
Μετέχει στην Πανελλήνια Ένωση Αγροτικών Συλλόγων Ελλάδος. Το πρώτο 
∆ιοικητικό Συµβούλιο απαρτίζεται από τους: 
Βαλασιάδη Γεώργιο – Πρόεδρο 
Μπουγιουκίδη Αθανάσιο – Αντιπρόεδρο 
Τζωρτζίκα Φώτιο – Γραµµατέα 
Στανιτσίδη ∆ηµήτριο 
Κουτσουρά Νικόλαο του Σπύρου. 
Το έτος 1985 έγινε και δεύτερος Αγροτικός Σύλλογος µε ονοµασία 
«∆ηµοκρατικός Αγροτικός Σύλλογος». Ο πρώτος Αγροτικός Σύλλογος ήταν 
µέλος της ΓΕΣΣΑΣΕ. Ο δεύτερος ήταν µέλος της ∆ΕΣΣΑΣΕ.

Ποδοσφαιρικός Σύλλογος

Το έτος 1952, ιδρύεται ο Ποδοσφαιρικός Σύλλογος ΑΡΗΣ ΠΑΛΑΙΦΥΤΟΥ µε 
την ονοµασία «Μουσικογυµναστικός Ποδοσφαιρικός Σύλλογος ΑΡΗΣ 
Παλαιφύτου». 
Στο πρώτο ∆ιοικητικό Συµβούλιο είναι οι 
Ποδοπάνης ∆ηµολάκης, Αλµυρός Παναγιώτης, Φουντούκης Νικόλαος, 
Χατζίδης Γεώργιος, Ματεντζόγλου Ιωάννης. 
Ο ποδοσφαιρικός Σύλλογος ονοµάστηκε Μουσικογυµναστικός, επειδή την 
εποχή που ιδρύθηκε, δεν υπάρχουν Πολιτιστικοί Σύλλογοι. Αρκετοί κάτοικοι το 
ήθελαν για ν’ ασχοληθούν µε πολιτιστικά όπως θέατρο, µουσική, κλπ. Τα πρώτα 
ιδρυτικά µέλη, ήθελαν παράλληλα µε τις ποδοσφαιρικές δραστηριότητες και τις 
πολιτιστικές, µέσω του Συλλόγου. 
Γι’ αυτό τα πρώτα χρόνια ιδρύθηκε θεατρική οµάδα, µε πρωτεργάτη τον 
Φουντούκη Νικόλαο, που έπαιζαν θεατρικές παραστάσεις, όπως τη Θυσία του 
Αβραάµ και την Γκόλφω. Ερασιτέχνες ηθοποιοί που πήραν µέρος, ήταν ο 
Χατζίδης Φώτης, Πασπαλάς Κώστας, Ρόπου Χρυσορόη, Μερεµετσάκης 
Αλέξανδρος. Επίσης διοργάνωναν χοροεσπερίδες όπου καλούσαν στρατιωτική 
µουσική. Αυτή η δραστηριότητα συνεχίστηκε µέχρι το 1960. 
Κλασσικός αθλητισµός 

Τέλος της δεκαετίας του 1950 και αρχας του 1960 ο ποδοσφαιρικός σύλλογος 
ΑΡΗΣ δραστηριοποιείται και στον κλασσικό αθλητισµό. Συγκεκριµένα σε διάφορα 
αγωνίσµατα όπως: 
Τρέξιµο στα 100 µέτρα, 1500 µέτρα και 5000 µέτρα, στο ύψος στη 
δισκοβολία στο ακόντιο και σε άλµατα απλούν και τριπλούν. Στα 1500, 3000 και 
5000 µέτρα έτρεχε ο Καστρενίδης Γεώργιος του Νικολάου. Αν υπήρχαν τα 
σηµερινά μεσα και οι συνθήκες προπόνησης ίσως να εξελίσσονταν σε µεγάλο 
δροµέα. Στους νοµαρχιακούς και περιφερειακούς αγώνες πάντα ερχόταν πρώτος 
και πήρε πολλά κύπελλα. Στο άλµα εις ύψος αγωνιζόταν ο Παπαδόπουλος 
Γεώργιος (µετέπειτα Παπαγιώργης) στα 100 µέτρα ο Μουχλιάρης ∆ηµοσθένης 
στο δίσκο ο Κουτσουράς Αναστάσιος, στο ακόντιο ο ∆ελόγλου Βασίλειος (Αλάχ) ο 
οποίος έλεγε στους κριτές «Βλέπετε τα σύννεφα; Εκεί θα βρεθεί το ακόντιο που 
θα ρίξω.» 
Ποδοσφαιρική δραστηριότητα 

Ο ποδοσφαιρικός Σύλλογος ΑΡΗΣ, είναι από τα πρώτα αναγνωρισµένα 
σωµατεία του Νοµού Πέλλας. Αναφέρουµε χαρακτηριστικά ότι ο αριθµός 
µητρώου στην ΕΠΟ είναι 463. Ο Εδεσσαϊκός έχει 324 και η Αναγέννηση 
Γιαννιτσών 351. Ο σηµερινός αριθµός µητρώου της ΕΠΟ σήµερα ανέρχεται στις 
6.400. Αναφέρουµε τα παραπάνω για να φανεί ότι σ’ όλη την Ελλάδα, ήταν από 
τα πρώτα αναγνωρισµένα σωµατεία. 
Ο ποδοσφαιρικός Σύλλογος και προτού ακόµη αναγνωρισθεί επίσης, έπαιζε 
φιλικά παιχνίδια µε διάφορες οµάδες της περιοχής. Όταν αναγνωρίσθηκε ήταν 
µέλος της Ένωσης Ποδοσφαιρικών Σωµατείων Κεντροδυτικής Μακεδονίας µε 
έδρα την Βέροια.Στο συμβουλιο της Ενωσσης αυτης ηταν μελος ο Καραγιανοπουλος Δημητριος ως εκπρόσωπος του Αρη Παλαιφυτο. Στην ένωση ανήκουν τα σωµατεία Νοµού Ηµαθίας, Πέλλας και 
Πιερίας. Μερικά από τα σωµατεία του Νοµού Ηµαθίας, ήταν η Νάουσα, 
Αλεξάνδρεια, Μακροχώρι. Από Πέλλα ήταν ο Εδεσσαϊκός, Αναγέννηση Σκύδρα, 
Παλαίφυτο, Άψαλος, Κρύα Βρύση. Από Πιερία: ο Πιερικός, Λιτόχωρο, Αιγίνιο. Μ’ 
αυτά τα σωµατεία αγωνιζόταν ο ΑΡΗΣ Παλαιφύτου. 
Το έτος 1971, ιδρύθηκε στο Νοµό Ένωση Ποδοσφαιρικών Σωµατείων 
Πέλλας. Από τότε ο ΑΡΗΣ ανήκει και αγωνίζεται στην Ε.Π.Σ.Π. Να σηµειώσουµε 
ότι το Παλαίφυτο ήταν ένα από τα ιδρυτικά µέλη της Ε.Π.Σ.Ν.Π. Εκπροσωπήθηκε 
από τον Αλµυρό Βασίλειο ο οποίος διετέλεσε στο ∆.Σ. επί 20 χρόνια. 
Από την οµάδα πέρασαν πολλοί προπονητές, αναφέρουµε µερικά ονόµατα 
όπως: Γεντζής Νικηφόρος, ∆εµίρης Στέφανος, Νεοφυτίδης Γιάννης, Βασιλειάδης 
Ηρακλής, Κωνσταντινίδης, Μπιµπισίδης, Βοϊτσίδης Ανδρέας, Τζιτζικλής ∆ιαµ. 
Αχτσόγλου Πάνος, Γερακόπουλος, Καλέγκας. Πρόσφεραν πολλά στην οµάδα, 
αγαπήθηκαν από τους φιλάθλους. 
Οι ποδοσφαιριστές είχαν πολλές διακρίσεις από τις συµµετοχές τους στα 
πρωταθλήµατα που έπαιξαν. Αναφέρουµε χαρακτηριστικά ότι το 1973 η οµάδα 
έπαιξε στα τελικά για άνοδο στην Β’ Εθνική κατηγορία µε την Καρδίτσα, 
Αλεξάνδρεια και Κοζάνη. Προπονητής ήταν τότε ο Νεοφυτίδης Γιάννης και 
ποδοσφαιριστές οι: Χαµοκερίδης Παναγιώτης, Παπαδόπουλος ∆ηµήτριος, 
Παναγιωτίδης Φώτης, Ταζόπουλος Χουρµούζιος, Νεοφυτίδης Γιάννης, 
Παπαδόπουλος Αθανάσιος, Τσακίρης Γεώργιος, Ματεντζόγλου ∆ηµήτριος, 
Τσαουσόπουλος Νικόλαος, Μαυρογιαννίδης Ιορδάνης, Λαγογιάννης Μανώλης, 
Γιακουµίδης Θεµιστοκλής, Καµπουρίδης Βύρων, Ζαχαράκογλου Πολύτιµος. Επίσης 
ανέβηκε στην ∆’ Εθνική και έπαιξε τρείς χρονιές 1994 – 1997 – 1998. 
Προπονητής ήταν ο Βοϊτσίδης Ανδρέας και ποδοσφαιριστές οι: Γιαννακίδης 
Θεόδωρος Λεον., Μπουσµπούρης, Αλεκόζης Βασίλειος, Ματεντζόγλου Ιωάννης, 
Βαλασιάδης Νικόλαος, Παπαµήτσου Εµµανουήλ, ∆ούµος Γεώργιος, Κουδέρης 
Θεµιστοκλής, Κανελλιάδης Νικόλαος, Καµπουρίδης Γκίκας, Γιαννακίδης Γ. 
Θεόδωρος, Κουδέρης Οδυσσέας, Ελευθερόπουλος Α. Γεώργιος, Παπαδόπουλος Ι., 
Βοϊτσίδης Ανδρέας, Αρσενίου Κωνσταντίνος, Κερζετζίδης Παύλος, ∆άλλας Ν. 
Αλεξανδρίδης, Αγγελακη΅ς., Πέλκας Θ., Παυλίδης, Ειρηνάκης, Παναγιωτίδης Απ., 
Παναγιωτίδης Αν., Γησκιάς Σταύρος, Κεµετζίδης. Αξιοσηµείωτο είναι ότι 
ποδοσφαιριστές του ΑΡΗ Παλαιφύτου έπαιξαν και διακρίθηκαν σε οµάδες Α’ και Β’ 
Εθνικής, όπως: 
Βοϊτσίδης Ανδρέας στην Καστοριά, ΑΕΚ και Γιάννενα. 
Ρώνης Βασίλης στον ΑΡΗ Θεσσαλονίκης και ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΗ Γιαννιτσών. 
Μητσόπουλος Μανώλης στον ΑΡΗ Θεσσαλονίκης και ΟΦΗ Ηρακλείου Κρήτης 
και Καστοριά. 
Τσαµουσιάδης Βλάσης, Νεάπολη Θεσσαλονίκης. 
Καζακίδης Γεώργιος, Αναγέννηση Γιαννιτσών. 
Μαλιούφας ΠΑΟΚ Θεσσαλονίκης. 
Παναγιωτίδης ΑΝ. Α’ Εθνική Αθηναϊκού κ Εδεσσαϊκό. 
Καδικιώτης Νικολαος ΑΕΘΝΙΚΗ Καβαλα και β.Εθνικη Πτολεμαιδας.
Μητσόπουλος Φώτης Γ’ Εθνική. 
Ταζόπουλος Κωνσταντίνος ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΗ Γιαννιτσών. 
Ο Ανδρέας Βοιτσίδης και ο Μήνος Αντώνιος (ποδοσφαιριστής που έπαιζε στην 
ΑΕΚ και στην Εθνική Ελλάδος) ίδρυσαν ακαδηµία ποδοσφαίρου στην περιοχή της 
Καλλίπολης 
Το 2012 ο ΑΡΗΣ Παλαιφύτου γιόρτασε τα 60 χρόνια αγώνων και βράβευσε 
πολλούς παράγοντες και όλους τους ποδοσφαιριστές που πέρασαν από την 
οµάδα. 
Το διοικητικό συµβούλιο του ΑΡΗ Παλαιφύτου αποτελούνταν από τους : 
Κουτσουρά Σπύρο (πρόεδρος), Έξαρχο Νικόλαο (αντιπρόεδρος), Ισκια Σταύρο 
(γραµµατέας), Γιαννιτσιδιώτη Γρηγόρη (ταµίας), Πασπαλά Ζαφείρη (έφορος)
Οι πρώτοι ποδοσφαιριστές ήταν: 
Λαζαρίδης Φώτιος, Τσαµουσιάδης Γραµ., Κουδέρης ΑΠ., Στανιτσίδης ∆., 
Κεχαγιάς Π., Ξενάκης Ι., Γιαννακίδης Λ., Νεοχωρίτης Χρ., Καλπακίδης Ε., 
Μερεµετσάκης Αλ., Γεωργιάδης Γ., Ζουζουλας Ελ., Μουρατίδης Ι., 
Μαυρογιαννίδης Ι., Κολυβάς Εµ., Ζεϊµπέκης ΕΜ., Γισκιάς Γ., Καραµπινάκης ΑΝ., 
Βοϊτσίδης Γρ., Καδικιώτης Β., Καϊµακάµης Απ., Μυστακίδης Αρς., Σιδηρόπουλος 
Γ., Χρυσουλάς Χρήστος, Καιµακάμης.Α,Κων/ντακης,Βαλασιαδης .Μ ,Ρουσακης,
 και πολοι αλλοι,
Αργότερα στην οµάδα αγωνίστηκαν κι άλλοι όπως οι ∆ελόγλου Βασίλειος (Αλαχ), 
Αναστασιάδης Ιπποκράτης, Αξιωτίδης Αθανάσιος, Πολωνίδης Τρύφων, 
Μητσόπουλος Μηχαήλ, Τσαουσόπουλος Κελαηδινος, Ταζόπουλος Γιάννης, 
Ταζόπουλος Νικόλας, Μουχλιάρης Κωνσταντίνος, Ελευθερόπουλος Α., 
Ελευθερόπουλος ∆., Προύµας Ν., Καδηκιώτης ∆., Γκουτζίνος Κ., Κελφωτιάδης ∆., 
Χατζηιωαννίδης Ι., Χατζηιωαννίδης Φ., Παλιομπεης Β., Καραδήµος, Νιόνιος, 
Νικόλας (Πλαγιάρι), Παύλος (∆άφνη), Κρουσταλέλης, Πουλίµ,
 Στάρης και Παύλου από Γαλατάδες Σμιας.Πασπαλας Ζαφ, και πολλοί άλλοι. 


Πολιτιστικός Σύλλογος «ΠΥΡΣΟΣ» 
Ιδρύθηκε το 1980 µε πρώτο πρόεδρο τον Ξενάκη Βασίλειο. Από τότε έχει 
ενεργό δράση. Στην αρχή έγινε µία θεατρική οµάδα. Επίσης δηµιουργήθηκαν 
χορευτικά τµήµατα µε παραδοσιακούς χορούς. Αγόρασαν παραδοσιακές στολές 
Θρακιώτικες – Καππαδοκίας – Μακεδονικές – νησιώτικες. Πήραν µέρος σε πολλές 
εκδηλώσεις στην Ελλάδα και στο εξωτερικό (Γερµανία – Πορτογαλία – Ιταλία – 
Ουγγαρία κλπ.). Χοροδιδάσκαλοι που δίδαξαν ο Μωϋσιάδης Παντελής και σήµερα 
ο Κοροσίδης Γιάννης. 
Την δεκαετία του 1980 έγινε αναπαράσταση του Μικρασιάτικου γάµου και 
λήψη από την τηλεόραση ΕΡΤ2. Επίσης καθιερώθηκε το Καρναβάλι του 
Παλαιφύτου µε πολλά άρµατα. Είχε µεγάλη επιτυχία, συγκέντρωνε πολύ κόσµο 
και το κάλυπτε συνεργείο της ΕΡΤ3. Συµµετείχαν πολλοί νέοι και µεγαλύτεροι. 
Αργότερα ιδρύθηκε και χορωδία µε δάσκαλο τον Παπαδόπουλο Αντώνη που 
είναι µέχρι και σήµερα. Πήρε µέρος σε πολλές εκδηλώσεις στην Ελλάδα Ναύπλιο 
– Κατερίνη κ.α. και στο εξωτερικό Ουγγαρία. Το 1990 ιδρύθηκε τµήµα 
αιµοδοσίας, πολλοί κάτοικοι έδωσαν αίµα για τις ανάγκες των συγχωριανών. 
Στην κατοχή η οικογένεια του Λεβάντη Π. φιλοξένησε τη οικογένεια 
Μαυροµάτη από την Θεσσαλονίκη που ήταν και συγγενείς. Αργότερα στην 
δεκαετία του 1990, ο γιος της οικογένειας αυτής, Μαυροµάτης Στέλιος, ήρθε στο 
Παλαίφυτο, απέκτησε ένα οικόπεδο στο οποίο έκτισε ένα πολύ ωραίο οίκηµα. Το 
χρησιµοποιούσε για σπίτι και ατελιέ ζωγραφικής. ∆ίδαξε αφιλοκερδώς την 
ζωγραφική σε µικρούς και µεγάλους µαθητές µέσα στην αίθουσα του συλλόγου. 
Οι µαθητές του πήραν µέρος σε εκθέσεις και διαγωνισµούς στην Ελλάδα και στο 
εξωτερικό και πολλοί απέσπασαν πολλά βραβεία και επαίνους για τη ζωγραφική 
τους. Άνοιξε το σπίτι και το στούντιό του στον σύλλογο, ο οποίος διοργάνωσε 
µία πολύ ωραία εκδήλωση. Η εκδήλωση αυτή καλύφθηκε από την ΕΡΤ3. Την 
εποχή εκείνη στο ∆. Συµβούλιο ήταν ο Τσακίρης Γεώργιος – Πρόεδρος, 
Γιαπουντζή Μαίρη – γραµµατεάς, Αλµυρού Ιωάννα – ταµίας, Γιαννακίδης 
Αθανάσιος και Μανγκής Νικόλαος – µέλη. Μέσα στο σπίτι (στο σαλόνι), πήραν 
συνέντευξη από τα µέλη του ∆. Συµβουλίου για το ιστορικό του συλλόγου. 
Επίσης µίλησαν ορισµένοι ηλικιωµένοι όπως ο Ξενάκης Βασίλειος, που µίλησε για 
το διωγµό του από τους Τούρκους από το χωριό Κύδια. Επίσης ο Κανελιάδης 
Απόστολος και ο Αλµυρός Κωνσταντίνος αναφέρθησαν στον ξεριζωµό που 
υπέστησαν από το Τσακίλι επαρχίας Τσατάλτζας. Ακούστηκαν παραδοσιακά 
τραγούδια από την Πούπα Αθηνά που τραγούδησε το παραδοσιακό δηµοτικό 
τραγούδι, «Μοναχογιός παντρεύεται…», επίσης η Καραµπινάκη Αναστασία 
απήγγειλε δηµοτικά λαϊκά ποιήµατα. Η κυρία Ποδοπάνη Λούλα, Κύπρια στην 
καταγωγή τραγούδησε Κυπριακά τραγούδια. 
Έξω στον περίβολο χόρεψαν παραδοσιακούς χορούς τα χορευτικά τµήµατα. 
Ο Γκιοβές Βασίλειος, ο Ξενακίδης Γεώργιος, ο Βαλασιάδης Γεώργιος και ο 
Μαυρογιαννίδης Ιορδάνης, χόρεψαν χασαποσέρβικο, βαρύ χασάπικο, καρσιλαµά, 
απτάλικο. Επίσης πήραν αρκετά στοιχεία για το ιστορικό του χωριού από τον 
Παναγιωτίδη Φώτη (πρόεδρο κοινότητας). Τελείωσαν την προβολή πηγαίνοντας 
όλοι µαζί στον Ιερό ναό όπου µίλησαν µε τους αείµνηστους ιερείς Παπαδόπουλο 
Αναστάσιο και Γιαννακίδη Ιωάννη, οι οποίοι αναφέρθηκαν στα αρχεία και τις ιερές 
εικόνες που έφεραν οι κάτοικοι από το Τσακήλι.

Οι πρώτες ασχολίες των κατοίκων για να επιβιώσουν.

Οι πρώτες και κύριες ασχολίες ήταν η γεωργία και η κτηνοτροφία. Έσπερναν 
σιτάρι, κριθάρι, βρώµη, κουκιά, φασόλια τον Οκτώβριο και Νοέµβριο. Όργωναν 
µε αλέτρι και ζώα. Τον Ιούνιο θέριζαν µε κόσες και δρεπάνια τα έκαναν δεµάτια 
και θυµωνιές. Αφού ξεραινότανε για λίγες µέρες, µε κάρα (ζεµένα µε αγελάδες ή 
άλογα), τα µετέφεραν στ’ αλώνια και τα κάνανε µεγάλες θηµωνιές. Η περιοχή που 
γινότανε τ’ αλώνια, ήταν εκεί που είναι από το σηµερινό σχολείο, µέχρι και το 
γήπεδο. Καθάριζαν από τα χόρτα, να είναι ισοπεδωµένο το χώµα. Άπλωναν τα 
δεµάτια κάτω, έδεναν την λωκάνη (ένα πλατύ ξύλο σαν πόρτα από κάτω είχε 
σιδεράκια καρφωµένα) στον ζυγό (είτε µε άλογο είτε µε αγελάδες), επάνω στο 
ξύλο ανέβαιναν άτοµα και παιδιά µερικές φορές για να έχει βάρος και γυρνούσαν 
τα ζώα γύρω-γύρω επάνω στα στάχυα µέχρι ν’ αλωνιστούν καλά. Μετά τα 
λίχνιζαν µε χειροκίνητες µηχανές ή όταν είχε αέρα το πετούσαν ψηλά να φύγουν 
τ’ άχυρα και να µείνει ο σπόρος. Τα έβαζαν στα τσουβάλια και τα µετέφεραν στ’ 
αµπάρια. Τα περισσότερα σπίτια είχαν αµπάρια σαν αποθήκη µε σανίδια 
υπερυψωµένα από την γη για να µην υγραίνονται. Αργότερα ερχότανε οι πατόζες 
και αλωνίζανε. 
Η πατόζα ήταν µεγάλο µηχάνηµα, που συνδεόταν µε µεγάλα λουριά σε 
τρακτέρ που έδινε την κίνηση. Η πρώτη πατόζα που ήρθε στο χωριό, ήταν της 
Ένωσης Συνεταιρισµών Γιαννιτσών και ενός ονόµατι Αδάµου από την Κοζάνη. 
Την πρώτη πατόζα του χωριού την είχε ο Καρύπης Χρυσόστοµος και το 
τρακτέρ ήταν του Φραγκάκη Νίκου. Αργότερα και µέχρι σήµερα το αλώνισµα 
γίνεται µε θεριζοαλωνιστικές µηχανές (κοµπίνες). 
Το 1937 από υπερθέρµανση της µηχανής πετάχτηκαν σπινθήρες και 
προκάλεσαν µεγάλη πυρκαγιά σε θηµωνιές. Με την επέµβαση των χωρικών η 
φωτιά και δεν επεκτάθηκε σ’ όλα τ΄ αλώνια. 
Το άχυρο το µετέφεραν µε κάρα στις αχυρώνες. Έβαζαν στα κάρα πρόσθετες 
καλαµωτές γύρω-γύρω και µε γιαµπάδες (ξύλινα µεγάλα δεκράνια) το φόρτωναν,
επισης με χειροκινητες μηχανες αργοτερα τα εδεναν δεματα [μπαλες]

Επίσης καλλιεργούσαν σουσάµι. Το έσπερναν τον Ιούνιο, ωρίµαζε τον 
Σεπτέµβριο, έβγαζαν τα φυτά µε τα χέρια, τα έκαναν µικρά δεµάτια,
 τα πήγαιναν στ’ αλώνια, τα έκαναν στασιές για να ξεραθούν
 Μετά τα τίναζαν επάνω σε κουρελούδες και λίχνιζαν να βγει το σουσάµι.
 Υπήρχαν µύλοι στηνπεριοχή που έβγαζαν σουσαµέλαιο και το έβαζαν
 στο φαγητό και στις πίτες.
 Τα κλωνια απο τις σουσαμνιες που εμειναν τα εβαζαν για ποσαναμμα
στους φουρνους και στις σομπες.Οταν καποιος μουσαφιρης καθοταν
 πολλες ωρες και δεν εφευγε γεμιζαν τη σομπα με σουσαμνιες
 και απο την  πολλη ζεστη εφευγε τρεχοντας.
Έσπερναν καλαµπόκια που όταν τα µάζευαν τα έβαζαν στις κοσάρες. Η 
κοσάρα ήταν µία µακρόστενη παράγκα ξύλινη µε κενά στα πλάγια για να παίρνει 
αέρα και από πάνω ήταν σκεπασµένη από πάνω µε λαµαρίνες. Όταν ξεραινότανε 
τα κοτσάνια, τα έτριβαν µε τα χέρια στην αρχή και αργότερα µε χειροκίνητη 
µηχανή. Τα φύλλα τα έδιναν στα ζώα. Όσοι είχαν µεγάλη ποσότητα καλαµποκιού, Καλ
το πουλούσαν, αλλά κρατούσαν και για τροφή των ζώων και πτηνών. Υπήρχε και 
µια ποικιλία καλαµποκιού µε άσπρο µικρό καρπό, που το έτριβαν και έκαναν το 
χειµώνα πασπάτες. Καλλιεργούσαν φασόλια για το φαγητό τους. Επίσης κουκιά 
για φαγητό φρέσκα και µερικά τα ξέραιναν για τον χειµώνα. Όταν είχαν πολλά, 
τάιζαν και τα ζώα. Καλλιεργουσαν και βικο,(μονοετες ψυχανθες) φυτο  που το θεριζαν πρασινο αλλα και το ξεραιναν για το χειμωνα.
Στα χωράφια που πήγαιναν το καλοκαίρι για δουλειά ειδικά το καλοκαίρι όπως 
στο θέρισµα και τσάπισµα,
έπαιρναν µαζί τους για φαγητό γιατί έµεναν µέχρι το 
βράδυ εκτός από το φαγητό και παστά ψάρια και έπιναν νερό για να µην πάθουν 
αφυδάτωση. Επίσης έκαναν και έπιναν νερό µε ζάχαρη (σερµπέτι) για να µη 
πάθουν υπογλυκαιµία. 
Τα πρώτα χρόνια, σε ορισµένα σπίτια, εκτρέφανε µεταξοσκώληκες σε φύλα 
µουριάς, για να βγάλουν µεταξωτή κλωστή. Π.χ. ο Καραξογώνης Γιακουβάκης και 
ο Πιτσίνης Αναστάσιος. 
Επίσης µερικοί έσπερναν λιναρόσπορο για λινάρι που γινότανε κλωστή για 
υφάσµατα (είτε υφαντά, κεντηµένα, πλεκτά). 
Ενώ οι κάτοικοι του χωριού προσπαθούσαν ν’ αρχίσουν µία καινούρια ζωή, µε 
στερήσεις και πολύ κόπο, το 1948 στις 21 Μαΐου των Αγίων Κωνσταντίνου και 
Ελένης, ήρθε µια καταστροφή των σπαρτών. Έπεσε δυνατό και χοντρό χαλάζι 
στις παραγωγές, κι εκείνη την χρονιά οι άνθρωποι πείνασαν. Ήταν τόσο δυνατό 
και µεγάλο, που σκότωσε και µικρά ζώα (κότες – πρόβατα – κατσίκια, ακόµη και 
άγρια πουλιά). Από τότε πολλοί την ηµέρα εκείνη δεν πήγαιναν στην δουλειά 
τους. 
Καλλιεργούσαν και τριφύλλι (γιόντζα) για τα ζώα τους. Το ξέραιναν, το 
έκαναν δεµάτια και το διατηρούσαν. Επίσης κριθάρι και προτού κάνει καρπό 
συνήθως Απρίλιο και Μάιο που ήταν καταπράσινο το ονόµαζαν χασήλι που το 
θέριζαν και τάιζαν τα ζώα. 
Τους κληρούχους του 1931, τους παραχώρησε το κράτος από ένα στρέµµα 
στα σύνορα µε τα χωράφια της Καρυώτισσας, για να φυτέψουν µόνο αµπέλια. Ο 
εποικισµός τους χορήγησε φυτά (κλίµατα) για να φυτέψουν. Όταν ωρίµαζαν τα 
σταφύλια, τα µάζευαν σε καλάθια για να φάνε. Αλλά τα πιο πολλά, τα 
χρησιµοποιούσαν για να κάνουν µούστο – κρασί – τσίπουρο. 
Τα σταφύλια άρχιζαν να ωριµάζουν από την 1η Aυγουστου.
 Οι νοικοκυρες επαιρναν αγιασμο στα μπακιρακια απο την εκκλησια και με 
 βασιλικο πηγαιναν στο
αµπέλι να το ραντίσουν για να έχουν καλή σοδειά. Κατά τα µέσα Σεπτεµβρίου, 
γινότανε ο τρύγος. Πήγαιναν σαν σε πανηγύρι µε τα κάρα που έβαζαν τα βαρέλια 
είτε φίλοι, είτε συγγενείς να βοηθήσουν στον τρύγο. Τα τσαµπιά τα έκοβαν µε 
τσεκµέδες (πριονωτά µαχαίρια). Αφού τα έφερναν στο σπίτι, τα έβαζαν σε 
µεγαλύτερα βαρέλια (πατητήρια). Κι εκεί έµπαιναν ξυπόλητοι και τα πατούσαν. 
Μέχρι 8 µέρες τραβούσαν τον µούστο που ήταν γλυκός για να κάνουν 
µουσταλευριά (έβραζαν µούστο µε αλεύρι και λίγη ζάχαρη αν υπήρχε) ή έκαναν 
ρετσέλια µε µούστο, κίτρινα κολοκύθια και κυδώνια για να έχουν τον χειµώνα να 
τρώνε. Τα διατηρούσαν σε πήλινες βουτίνες. 
Μόλις έβραζαν τα τσίπουρα από µόνα τους (τ’ ανακάτευαν κάθε µέρα), 
τραβούσαν το κρασί που το έβαζαν σε ειδικές βαρέλες (απολυµασµένες µε θειάφι 
να µην ξινίσει το κρασί). Το βάρος τους ήταν 100 ακόµη και 500 οκάδες. 
Τα τσίπουρα που έµεναν, τα έκαναν ούζο (ρακί). Τα πρώτα καζάνια 
απόσταξης τα είχαν οι: 
Κουδέρης Σταµάτης, Τσοµπάνος Κωνσταντίνος, Καρύπης Χρυσόστοµος, 
Μαυρογιαννίδης ∆ηµητρός, Αρετάκης Πολυχρόνης. 
Από την 1η Αυγούστου και ως το τέλος της συγκοµιδής, πλήρωναν
αγροφύλακα να φυλάει τ’ αµπέλια. Συνήθως έπαιρναν τον µπαρµπα Τρύφωνα 
από την Καρυώτισσα. Περίπου στη µέση όλων των αµπελιών, έστηνε µια 
πρόχειρη λίγο υπερυψωµένη καλύβα από σάζια, για να φαίνεται ότι υπάρχει 
φύλακας. 
Ορισµένοι ασχολήθηκαν µε τα µελίσσια όπως οι: 
Μαυρογιαννίδης Ιωάννης, Μαυρογιαννίδης Πέτρος, Γιαννακίδης Πέτρος, 
Γιαννακίδης Κώστας, Γιαννακίδης Ιωάννης (ιερέας).Γιακουμιδης Γ,Γιακουμιδης Ε.
Καλλιεργούσαν και βαµβάκι. Στην αρχή το έσπερναν µε τα χέρια τον Απρίλιο. 
Γύρω στο 1950 άρχισαν να το σπέρνουν µε τις µηχανές. Μόλις φύτρωναν τα 
φυτά, τα αραίωναν και τα τσάπιζαν. Η συγκοµιδή γινόταν από τα µέσα του 
Σεπτεµβρίου και Οκτώβριοy.
Το µάζευαν µε τα χέρια (ο κάθε ένας είχε ένα τενεκέ 
στο χέρι ή κάτω) και µετά το έβαζαν σε τσουβάλια και σε χαράρια (µεγαλύτερα) 
και έραβαν µε σπάγκο και πουλούσαν το βαµβάκι σε µεσίτες ή εµπόρους. Αυτοί 
ήταν οι: Πούπας Σταύρος, Μητσόπουλος Μανώλης, Καρύπης Χρυσόστοµος, 
Βοϊτσίδης Στέφανος. Το βαµβάκι καλλιεργούνταν συνήθως στη λίµνη των 
Γιαννιτσών που αποξηράθηκε, επειδή το έδαφος ήταν έφορο και κατάλληλο γι’ 
αυτή την καλλιέργεια. Η απόσταση όµως από το χωριό ήταν αρκετά µεγάλη (12 
µε 15 χιλ.). Γι αυτό την περίοδο της συγκοµιδής, όταν µάζευαν το βαµβάκι 
έµεναν εκεί µέχρι να τελειώσει το µάζεµα. Πολλές φορές έστηναν πρόχειρες 
καλύβες ή κοιµόταν πάνω στα κάρα. Γι αυτό και ο Αλεξανδρίδης ∆ηµήτριος είχε 
µόνιµη καλύβα και πουλούσε κονσέρβες, τυρί και παστά ψάρια. Ο Χουρµουzιάδης 
Γρηγόρης είχε κτήµα και καλύβα και έµενε µόνιµα εκεί και έθρεφε διάφορα 
πουλερικά, πάπιες, χήνες, γαλοπούλες. 
Όταν άρχιζαν οι βροχές, για να προλάβουν να µην βραχεί το βαµβάκι, το 
µάζευαν κοζάδες, δηλαδή µε το κέλυφος. Το πήγαιναν στα σπίτια ή µέσα ή σε 
αποθήκη αν υπήρχε και συγκεντρωνόταν το βράδυ οικογένειες, φίλοι, συγγενείς 
να νυχτερεύσουν. Το καθάριζαν για να το πουλήσουν. Στα νυχτέρια αυτά, έλεγαν 
αστεία, ιστορίες, ακόµη και παραµύθια και πολλές φορές έκαναν και σάτιρα. Τα 
νυχτέρια συνήθως γινότανε µε γκαζόλαµπες, δεν είχε ακόµη ηλεκτρικό στο 
χωριό. 
Ένα αστείο (µασάλη) που έλεγαν συνήθως ήταν ότι ο Κώστας ∆ έλεγε στο 
καφενείο, ότι οι κότες του γεννάνε πολλά αυγά και έχει ένα βαρέλι γεµάτο µε 
αυγά, έβαζε και στοίχηµα όποιος δε το πιστεύει αν θέλει µπορούν να πάνε στο 
σπίτι του να το διαπιστώσει µε τα µάτια του. ∆ύο φίλοι του πήγαν µαζί του στο 
σπίτι του και πράγµατι είδαν το βαρέλι γεµάτο µε αυγά. Σκέφτηκαν όµως να το 
ελέγξουν καλύτερα και διαπίστωσαν ότι είχε δύο σειρές αυγά και από κάτω ήταν 
γεµάτο µε σιτάρι. Κι έτσι ο Μπάρµπα Κώστας έχασε το στοίχηµα. 
Όταν ήταν ακόµη στο Πετροχώριο (Τσακίλι) στην ανατολική Θράκη, ο 
µπάρµπα Κώστας Κ. είχε πάει στο Βουκουρέστι για δουλειά. Θέλησε να πάει σ’ 
ένα εστιατόριο για να πιεί ένα ούζο. Μιλώντας Ρουµάνικα στον σερβιτόρο 
παρήγγειλε το ούζο κι ο σερβιτόρος τον ρώτησε πάλι στα ρουµάνικα τι µεζέ να 
τον φέρει. «Θα µου φέρεις το ούζο µε µεζέ σαλάµι». Επειδή όµως φαινόταν 
κακοµοιριασµένος, ο σερβιτόρος του είπε στα ελληνικά « µούτρα για 
σαλάµι!!» Ο σερβιτόρος ήταν Έλληνας. Αργότερα διηγούνταν ο ίδιος αυτό που 
είχε πάθει. Όταν μαζευτανε οι γυναικες της γειτονιας και κουβενταζανε η κουτσουμπολευαν ελεγαν ότι μαζευτηκαν και τσιρωνουν την τριχα (δηλαδή γινεται τετοιο κουτσομπολιο που αν είναι δυνατον να κανουν τηντριχα πιο ψιλη απ ότι είναι όπως συμυκνωνεται το ψαρι και γινεται τσιρος.
Μεταξύ τους οι κάτοικοι του Παλαιφύτου και των Γαλατάδων αστειευόταν και 
οι των Γαλατάδων τους αποκαλούσαν καβουνάδες (πεπονάδες) επειδή 
καλλιεργούσαν πεπόνια και καρπούζια, οι δε του Παλαιφύτου έλεγαν τους 
κατοίκους των Γαλατάδων Σουσαµτζίδες γιατί καλλιεργούσαν σουσάµι. 
Όταν κάποιος ήταν φαλακρός το πειράζανε και το έλεγαν «έγινες κασιδιάρης 
γιατί από µικρός έπιανες χελιδόνια και χαλούσες φωλιές χελιδονιών». 
Όταν κάποιος περνούσε η ηλικία του και δεν άσπριζαν τα µαλλιά του τον 
πείραζαν ότι «χαζού κεφάλι (σασκίνη) ποτέ δεν ασπρίζει. 
Επίσης µπορούµε να αναφέρουµε ένα χαρακτηριστικό σατυρικό ποίηµα που 
έγραψε η Μερόπη Πούπα, για τέσσερις φίλους που είχαν το ίδιο όνοµα 
(Παναγιώτης). 
«Τέσσερις Παναγιώτηδες, όλοι µουρλοί σαν χιότιδες. Οι τρείς πάθανε 
παθήµατα και µάθανε µαθήµατα. Ο πρώτος πήγε ζήτησε κορίτσι από το νυτίρη 
και τενεκέδες του δέσανε κατόπι του να σύρει. Κοπέλα ήρθε όµορφη από τη 
Σαλονίκη είχε κοµµένα τα µαλλιά µεταξωτό µανίκι. 
Έτρεξε τότε ο δεύτερος παρόλα να της κάνει µα είχε χέρι βρώµικο και εκείνη 
δεν το πιάνει πάνε της λέει να πλυθείς και έτσι κοντά µου νάρθης και έµεινε τότε 
ο δεύτερος µε ανοιχτό το στόµα και το φυσάει και δεν κρυώνει. Και ακόµα το 
φυσάει ο τρίτος ο καλύτερος των κουνουπιών ο κυνηγός µόνος πενιώταν και 
αυτός, στο Τικελή των δίνανε για τράχοµα 82 βουβάλες και άλλη µια την έδινε 82
χιλιάδες, µα αυτός ζητούσε πιο πολλά και ήρθε σε µια αράδα να τον δίνουν 1 
χιλιάρικο και µια παλιά αγελάδα. Ο τέταρτος ο πιο µικρός µόνος επέτυχε αυτός 
και άρπαξε την µετρινή συντρόφισσα παντοτινή». 
Έγραψε και άλλα αλλά δεν σώζονται.

Καρπούζια – Πεπόνια
Άρχισαν σιγά-σιγά να σπέρνουν καρπούζια και λίγα πεπόνια. Τα σπερναν δύο 
τρία σποράκια σε κάθε λακκούβα, και τα παράχωναν. Όταν άρχιζαν να 
φυτρώνουν, τα αραίωναν και τα παραγέµιζαν από τα πλαϊνά. Τα τσάπιζαν, τα 
ξεχορτάριαζαν. Από την καλή παραγωγή, αποδείχθηκε ότι το έδαφος ήταν πολύ 
κατάλληλο. Από τις 15 Ιουλίου περίπου, µέχρι τέλος Αυγούστου, στηνόταν µια 
υπαίθρια αγορά, στα πλατάνια κοντά στο παλιό γήπεδο. 
Εκεί τα µετέφεραν οι αγρότες µε τα κάρα και τα πουλούσαν στους εµπόρους 
που τα φύτρωναν σε φορτηγά. Αυτοί µετά, τα πήγαιναν στην αγορά της 
Θεσσαλονίκης και της ∆. Μακεδονίας (Κοζάνη, Φλώρινα, Καστοριά) καθώς και της 
Αν. Μακεδονίας. 1 κάρο καρπούζια στοίχιζε από 150-250 ή παραπάνω δραχµές. 
Πολλές φορές οι ίδιοι παραγωγοί µε κάρα ζεµένα µε άλογα πήγαιναν και τα 
πουλούσαν σε γειτονικές πόλεις ή χωριά, όπως Γιαννιτσά – Έδεσσα – Νάουσα. 
Προς το τέλος της συγκοµιδής, αρκετοί µε κάρα πήγαιναν στα ορεινά χωριά της 
Έδεσσας, καρπούζια και αντάλλαζαν µε ξύλα. 
Στις αυλές είχαν µπαξέδες κι έσπερναν ντοµάτες, αγγουράκια, φασολάκια, 
κρεµµύδια, σκόρδα κλπ. 
Πρώτος µπαξεβάνης ήταν ο Πούπας Νικόλαος ο οποίος καλλιεργούσε 
λαχανικά. Το πότισµα γινόταν µε µάγκανο (ένα σύστηµα που το γύριζε άλογο και 
έβγαζε νερό). 
Αργότερα µπαξεβάνης ήταν και ο Πασπαλάς Ζαφείρης, µε τους γιούς του, 
που είχε µπαξέ κοντά στο ποτάµι, κι αργότερα κοντά στο µύλο. Είχε κάρο, γύριζε 
στο χωριό και πουλούσε ζαρζαβατικά. 
Για όλα αυτά τα παραπάνω προϊόντα που αναφέραµε, οι κάτοικοι του χωριού 
είχαν την εµπειρία επειδή και στο Τσακήλι καλλιεργούσαν τα ίδια. 
Από το 1950 και µετά, άρχισαν να φυτεύουν οπωροφόρα δέντρα µηλιές – 
αχλαδιές – ροδακινιές. Αυτές οι καλλιέργειες συνεχίζονται µέχρι σήµερα. Επίσης 
έσπερναν και το κίτρινο κολοκύθι για σπόρια. 
Το 1961 δόθηκαν οι συντάξεις του ΟΓΑ στους αγρότες και 
αγρότισσες, από την ηλικία 65 χρόνων. 
Από το 1970 – 1990 περίπου καλλιεργούσαν και βιοµηχανική 
ντοµάτα. Τροφοδοτούσαν τα εργοστάσια της γύρω περιοχής για 
σάλτσα. 
Από το 1980 άρχισαν να φυτεύουν σπαράγγια. 
Το 1968 αρχίζουν ν’ ασχολούνται µε τα θερµοκήπια, στα οποία 
φύτευαν ντοµάτες, αγγουράκια, πιπεριές και φασολάκια περίπου τον 
Φεβρουάριο. 
Τα θερµοκήπια ήταν απλά µε νάιλον, στηριγµένο σε πασσάλους. Τα 
θέρµαιναν µε σόµπες που έκαιγαν κάρβουνο. Τα προϊόντα τα συγκέντρωναν στον 
Αγροτικό Συνεταιρισµό και άλλα πουλούσαν οι ίδιοι στις λαϊκές αγορές.

Καπνά 

Γύρω στη δεκαετία του 1960, άρχισαν να καλλιεργούν καπνά Burley 
(Μπέρλει). Ήταν µία καινούρια ποικιλία στην Ελλάδα από Αµερική. ∆ύσκολη 
γεωργική ασχολία, αλλά κερδοφόρα στην αρχή. Τα µάζευαν πολύ πρωί, τα 
περνούσαν σε σπάγκους και τα κρεµούσαν µέσα σε ψηλές ειδικές αποθήκες να 
παίρνουν αέρα για να στεγνώσουν. Τα στρέµµατα αναλόγως µε την περιοχή ήταν 
λίγα. Οι πρώτοι που καλλιέργησαν καπνό ήταν οι Χουρµουζιάδης Γρηγόρης και 
µετά ο γιός του ο Ξενοφών. Ιωαννίδης Γρηγόριος και ο γιός του Αντώνης. 
Γιαλαµπούκης ∆ιαµαντής, Λεβάντης Κωνσταντίνος, Χουβαρδάς Βαλάσης, 
Χουβαρδάς Ιωάννης, Κουδέρης Πασχάλης, Γιαννακίδης ∆ηµήτριος του Πέτρου.

Κτηνοτροφία.
Οι κάτοικοι του χωριού, είχαν στα σπίτια τους µικρά και µεγάλα ζώα, δηλαδή 
αγελάδες, βουβάλια, άλογα και πρόβατα. Τα ζώα αυτά τα έβοσκαν κάθε µέρα στο 
λιβάδι (Τσαϊρα) κοντά στο ποτάµι. Κάθε οικογένεια που είχε ζώα, πλήρωνε µε 
είδος (σιτάρι ή καλαµπόκι), έναν φύλακα για να βόσκει τα ζώα. Κάθε εξάµηνο του 
Αγίου ∆ηµητρίου και του Αγίου Γεωργίου, συγκέντρωναν οι κάτοικοι και όριζαν 
για έξι µήνες τον φύλακα. Αρκετοί κάτοικοι είχαν πρόβατα και κατσίκια που τα 
φύλαγαν οι ίδιοι ή πλήρωναν βοσκό. 
Το γάλα το έβγαζαν από τις αγελάδες και τα βουβάλια το χρησιµοποιούσαν 
για την τροφή τους. Έπιναν γάλα – έφτιαχναν γιαούρτι, τυρί, φρέσκο βούτυρο. 
Από το 1960 – 1990 άρχισαν και τις παχύνσεις µοσχαριών σε σταύλους. 
Το γάλα από τα πρόβατα εκτός που κρατούσαν για την τροφή τους, το 
πουλούσαν κιόλας. Επίσης πουλούσαν και τα µαλλιά όταν κούρευαν τα πρόβατα 
ή το έκαναν οι ίδιοι νήµα για πλέξιµο ή για να υφάνουν. Αυτούς που είχαν κοπάδι 
από πρόβατα τους ονόµαζαν κεχαγιάδες. 
Κάποιο διάστηµα άρχισαν να εκτρέφουν και γαλοπούλες (κούρκες), όπως ο 
Μπουγιουκίδης Χρηστος και Θανάσης. 
Στις αυλές των σπιτιών όλοι είχαν κότες – πετεινούς – πάπιες – χήνες – 
γαλοπούλες. Τα είχαν για τ’ αυγά και για το κρέας τους. Με τ’ αυγά, την εποχή 
εκείνη, ψώνιζαν από τον µπακάλη ή άλλους πωλητές. Τ’ αυγά είχαν αξία επειδή 
δεν υπήρχε πτηνοτροφεία. Σ’ όλα τα σπίτια, αφού άφηναν έναν κόκορα ή δύο, τα 
άλλα κοκόρια τα έκαναν καπόνια. Τα άνοιγαν από κάτω µε ξυράφι, έβγαζαν τα 
γεννητικά τους όργανα, τα έραβαν, έκοβαν το λειρί τους και το απολύµαναν µε 
στάχτη. 
Τα περιόριζαν µε σύρµα µόνα τους, τα τάιζαν και µέχρι τις γιορτές των 
Χριστουγέννων, έβαζαν πολύ βάρος. Το κρέας του γινόταν τρυφερό και νόστιµο. 
Το µαγείρευαν είτε µε σέλινο, απαραίτητο φαγητό των Χριστουγέννων και της 
Πρωτοχρονιά ή σούπα. Σπάνια κατά την επέµβαση κάποιο πάθαινε σοκ και 
ψοφούσε. Οι γυναίκες που ασχολήθηκαν µε αυτήν την διαδικασία, ήταν η Ρόπου 
Μαριάνθη, Ρέλου Παναγιώτα, Ζαχαράκογλου Χρυσάνθη. Όταν είχαν πολλά 
καπόνια τα πουλούσαν. 
Στα περισσότερα σπίτια είχαν ένα – δύο ή περισσότερα γουρούνια, τα οποία 
έσφαζαν παραµονές των Χριστουγέννων. Τη µέρα που τα έσφαζαν στις αυλές, 
µαζευόταν µικροί – µεγάλοι και γινόταν και µικρογλέντια. Το κρέας το έκαναν 
καβουρµά, δηλαδή το έβραζαν πολύ ώρας µε το λίπος και το διατηρούσαν σε 
πήλινες βυτίνες για όλο το χειµώνα. Έκαναν λαρδί µε το οποίο µαγείρευαν ή 
τηγάνιζαν αυγά, λουκάνικα κλπ. έκαναν λουκάνικα, τα κρεµούσαν να στεγνώσουν 
και τα διατηρούσαν σε δροσερό µέρος. Κρατούσαν κρέας να µαγειρέψουν κι όταν 
ήταν πολύ, το πουλούσαν κιόλας. Επίσης έκαναν και τσιγαρίδες. Τηγάνιζαν το 
λίπος κι έµενε το κρέας. Τις τσιγαρίδες τις διατηρούσαν σε βυτίνες µέχρι να 
πιάσουν οι ζέστες. 
Κρεοπωλεία δεν υπήρχαν, επειδή δεν είχαν ψυγεία. Υπήρχαν κινητά 
κρεοπωλεία έξω από τα καφενεία. Προτού σφάξουν, έπαιρναν παραγγελίες και 
µετά έσφαζαν τα ζώα. Από το έτος1965 που ηλεκτροδοτήθηκε το Παλαίφυτο, 
έγιναν σύγχρονα κρεοπωλεία, από τους: Παναγιωτίδη Απόστολο, Παναγιωτίδη 
Φώτη, Κουτσουρά Γεώργιο και Κουδέρη Απόστολο. 
Κασάπηδες ήταν οι: Βουλτσακης Ιορδάνης, Γιαννακίδης Θεόδωρος, 
Μαυρογιαννίδης Γιώργης, Παναγιωτίδης Απόστολος, Ταζόπουλος Αντώνης.

Καλφάδες (εκδοροσφαγείς) 

Έγινε µία οµάδα στο Παλαίφυτο, που έσφαζαν τα ζώα στα µαντριά και στους 
στάβλους. Αυτοί ήταν οι: Καραξογώνης Απόστολος, Χατζίδης Λέανδρος, Στεργίου 
Στέλιος (από Σκύδρα), Κουδέρης Κωνσταντίνος, Κουτσουράς Νίκος, Ταζόπουλος 
Ζάκης, Παναγιωτίδης, Ταζόπουλος Νίκος, Τσαϊδης Γεώργιος, Γισκιάς Νικόλαος, 
Παντσίδης ∆ήµος. Αργότερα πήγαιναν στην Σκύδρα στο σφαγείο µε ποδήλατα, 
µηχανάκια κλπ. Υπήρχαν και µεσίτεςοι Καραξογώνης Κώτσος και Ζεϊµπέκης 
Θωµάς. Αργότερα έκαναν πτηνοτροφείο οι Παναγιωτίδης Παναγιωτάκης και 
Μερεµετσάκης Αλέξανδρος.

Φούρνοι 

Στις περισσότερες αυλές είχαν χτιστούς φούρνους και οι νοικοκυρές, αφού 
ζύµωναν συνήθως µια φορά την εβδοµάδα, έψηναν τα ψωµιά τους.
 Για να αναψουν τους φουρνους εκαιγαν [ καψιδια]  σουσαμνιες
 μπαμπακιες ψιλα ξυλα καθως και πουρναρια που τα εφερναν απο το βουνο Παικο. Οταν
ζύµωναν κρατούσαν λίγο ζυµάρι κι έκαναν φλαγούνες σαν λαγάνες. Άπλωναν το 
ζυµάρι 4,5 εκατοστά πάχος και το πίεζαν µε λαδωµένα δάχτυλα. Αν είχαν σουσάµι 
το πασπάλιζαν. Το έψηναν στο τέλος αφού έβγαιναν τα ψωµιά και το έτρωγαν 
σαν πρόχειρο φαγητό, συνήθως µε τυρί. Αλλά υπήρχαν και φούρνοι που 
πήγαιναν να φουρνίσουν µε πληρωµή ή µε είδος (ψωµί). Τα πήγαιναν µε τις 
πινακωτές σκεπασµένα µε µεσάλα (υφαντό ύφασµα). Η Χαριτίδου Μελούδα 
έψηνε ψωµιά για νοικοκυρές που δεν είχαν φούρνο και πολλές φορές πουλούσε 
κιόλας. Επίσης έψηνε η Καραµανώλη Σµαραγδή (Ναζλη), η Τσαουσοπούλου 
Άννα, η Κεχαγιά Ευγενία, η Καβούκη Παναγιώτα. 
Ο πρώτος φούρνος που άνοιξε ήταν του Λεβάντη Κώστα, κι έβγαζε χάσκο 
ψωµί, την δεκαετία του 1930. Αργότερα έκανε φούρνο ο Κουδέρης Αγγελάκης, 
Ποδοπάνης Βασίλειος κ.α.

Καµίνια 

Τα πρώτα σπίτια τα έκτισαν µε πλιθιά (από χώµα, νερό και άχυρο ψηµένα 
στον ήλιο τον Ιούλιο και τον Αύγουστο). Το πρώτο καµίνι που έψηνε τούβλα το 
έκανε ο Μερεµετσάκης ∆ηµήτριος. Μετά ο Καπουρτσούδης και ο Μουτούδης από 
τα Γιαννιτσά. Στα καµίνια έψηναν και κεραµίδια και πλάκες που τις έκτιζαν µέσα 
στους φούρνους για να κρατάνε την θερµοκρασία.

Μπακάλικα 

Οι περισσότερες οικογένειες εξασφάλιζαν την τροφή τους από τους µπαξέδες, 
τα ζώα και τα πτηνά που είχαν στις αυλές τους. Όµως υπήρχαν και προϊόντα που
έπρεπε ν’ αγοράζουν όπως λάδι, ελιές, παστά ψάρια, είδη καθαριότητας, 
πετρέλαιο για τις λάµπες. Έτσι άνοιξαν τα πρώτα µπακάλικα. Από τους πρώτους 
άνοιξε ο Καραµανώλης Μανώλης, ο µπαρµπα ∆ηµητρός Αλεξανδρίδης 
(Τεκίρνταλης) στο σπίτι της Αναστασίας Καραµπινάκη, ο Καρύπης Χρυσόστοµος, 
επίσης και ο γιός του Καρύπης Μανώλης, ο Αναστασιάδης Παναγιώτης 
(Καράµπαµπας), ο Ελευθερόπουλος ∆ρόσος, ο Κουδέρης Σταµάτης, ο Βοϊτσίδης 
Μήτσος, η Ζαχαράκογλου (Νταγκούλα) στο σπίτι του Ρέλου που ήταν δικό της 
και πουλούσε και µπουλαµά (σαν θρεψίνι που το άλειφαν στη φέτα), η Κουδέρη 
Ασπασία, ο Ιωαννίδης Νικηφόρος είχε απ’ όλα και υφάσµατα και µπογιές για τα 
ρούχα, ο Μυστακίδης Ματθαίος στου Καϊµακάµη, ο Καϊµακάµης Απόστολος, ο 
Αναστασιάδης Πελοπίδας, ο Μαυρογιαννίδης Κωνσταντίνος µπακάλικο και 
καφενείο, ο Μαυρογιαννίδης Γιώργης µπακάλικο και ταβέρνα, ο Ρέλος Γεώργιος 
στην πλατεία Προύσσης, ο Αναστασιάδης Χριστόδουλος, ο Γιαννακίδης Πέτρος 
µπακάλικο και ψιλικατζίδικο και ο Αξιωτίδης Παντελής είχε µπακάλικο. Τα 
προϊόντα που πουλούσαν τα µπακάλικα το προµηθεύονταν από την Θεσσαλονίκη, 
από τα Γιαννιτσά και από την Σκύδρα. Στην αρχή υπήρχε ο αγωγιάτης µε το 
κάρο, ο Σουλάκης ∆ιαµαντής που µετέφερα τα προϊόντα µε το κάρο. Αργότερα τα 
µετέφεραν µε αυτοκίνητα. Επίσης πολλοί κάτοικοι πήγαιναν οι ίδιοι στα Γιαννιτσά 
ή αλλού και ψώνιζαν στην αρχή µε τα κάρα. 

Καφενεία 

 Εκεί σύχναζαν µόνο άνδρες για καφέ, 
τσίπουρο, κρασί, χαρτοπαίγνια, τάβλι κλπ. 
Τα πρώτα καφενεία τα άνοιξαν οι: 
Βοϊτσίδης Χαρίλαος, Μυστακίδης Αρσένης 
και Ματθαίος και µπακάλικο. Ο 
Γρηγοράσκου Θεοχάρης, ∆εσίπης 
Φραγκούλης, Καραµπινάκης Ζαφείρης και 
ταβέρνα στο καφενείο της Παπαµήτσου 
Μαρίκας. Ο Μαυρογιαννίδης Γιώργης µε 
τους γιούς του Θεόδωρο, ∆ηµητρώ, 
Ιορδάνη είχε καφενείο, µπακάλικο και 
ταβέρνα. Είχε πίστα για χορό και στο 
πανηγύρι ή σε άλλες γιορτές έφερνε 
όργανα και ντιζέζ (χορεύτριες και 
τραγουδίστριες). Πήγαινε στη στάση των λεωφορείων για να τις παραλάβει µε το 
κάρο. Το κάρο ήταν στολισµένο, έβαζε καινούρια κουρελού και στόλιζε το κάρο 
και το άλογο µε λουλούδια. Οι τραγουδιστές που πέρασαν από το Παλαίφυτο 
κατά καιρούς ήταν η ∆ούκισσα, ο Περπινιάδης, ο Πρ. Τσαουσάκης που έµεινε 
στην κατοχή στο σπίτι της Μπούρα Σοφίας. Η ταβέρνα αυτή γνώρισε µεγάλες 
δόξες, γινόταν πολλά γλέντια. Επίσης καφενείο είχε ο Κουτσουράς Φάνης, 
Βακιρτζής Αντώνης και ο γιος του Κώτσος. Ο Καρύπης Τηλέµαχος καφενείο και 
κουρείο στης Παπαµήτσου Μαρίκας. Ο Ποδοπάνης Βεργούλης, ο Κανελλιάδης 
Αγγελάκης, Κουτσουράς Σπύρος, Βοϊτσίδης Σκλήπος. Βοιτσιδης  Σκληπακης,
Ο Γιαπουτζής Χρήστος στην διασταύρωση των Γαλατάδων και ορισµένες 
Κυριακές έφερνε όργανα, τραγουδίστρια και τότε η βόλτα της Κυριακής 
µεταφερόταν µπροστά στο καφενείο του. Ο Κουδέρης Γρηγόρης στην στάση είχε 
και τζουκ µποξ. Καφενείο και παντοπωλείο είχε ο Γρηγοράσκου Θεοχάρης, 
Γρηγοράσκου Σταύρος, Καραµανώλης Θεοχάρης, η Ταγκούλα (πεθερά του 
Φραγούλη) και Καρύπης Χρυσόστοµος. 
Η Χαριτίδου Μελούδα µε τον γιο της Αχιλλέα, είχε καφενείο και ταβέρνα. 
Έψηναν νόστιµα σουβλάκια, κοτόπουλα και έκαναν ζεµατιστές πιπεριές (ήταν η 
σπεσιαλιτέ τους). Είχαν και τζουκ µποξ. Εκεί γινόταν χοροεσπερίδες, αργότερα 
αρραβώνες και γάµοι. Και ο Πασπαλας Ζαφειρης ειχε ταβερνα με τους γιους του.
Αργότερα άνοιξε ταβέρνα ο Βοϊτσίδης Γρηγόρης, ο Μητσόπουλος Σταύρος, ο 
Γιαννακίδης Κωνσταντίνος, ο Ματεντζόγλου Γιάννης, αργότερα έγινε καφενείο, ο 
Τσαουσόπουλος Λάµπρος, ο Στυλιανού Κλεάνθης µε κυπριακές σπεσιαλιτέ 
(σεφταλιές κλπ). 
Μαγαζί µε ψιλικά είχε η Φότκω, στο οικόπεδο του Περηφανάκη Ανδροκλή.

Θέατρο 

Κάθε καλοκαίρι ερχόταν ο θίασος (µπουλούκι) του Παππά Γεώργιου µε 
ηθοποιούς ειδικά στο πανηγύρι κι έµεναν 15-20 µέρες (έµεναν σε σκηνές). Επίσης 
ο θίασός της Στέλλας Στρατηγού. Στην κατοχή έπαιξε θέατρο και ο Κώστας 
Χ’’Χρήστου, ο οποίος υπηρέτησε την θητεία του στα Γιαννιτσά. Στην 
αγροτολέσχη έδωσαν παράσταση η Άννα Ιασωνίδου και ο Θάνος Μαρτίνος.

Κινηµατογράφος 

Κινητό κινηµατογράφο είχε ο Κυρλής Στέλιος το καλοκαίρι στην κληµαταριά 
του Γρηγοράσκου και το χειµώνα σε κλειστούς χώρους (καφενεία, Συνεταιρισµό). 
Αργότερα έκτισε κινηµατογράφο ο Ποδοπάνης Στέλιος.

Τσαγκάρικα

Οι άνθρωποι στην αρχή φορούσαν γεµενιά, τσαρούχια, τσόκαρα (γαλέτσια), 
φορούσαν χειροποίητες παντόφλες µε κουρέλια και χοντρά υφάσµατα. 
Στην αρχή άνοιξε τσαγκάρικο ένας στο µαγαζί της Αναστασίας της 
Καρυώτισας. Αργότερα ο Χουρµουζιάδης Αλέκος, ο οποίος είχε και βιβλία στο 
µαγαζί του και διάβαζε συνέχεια.Για πολλα χρονια ειχε τσαγκαρικο ο Καδικιωτης Δημοσθενης.
Σημερα εχει ο Χουρμουζιαδης Νικος.

Καροποιεία, σιδεράδικα και συνεργεία αυτοκινήτων και γεωργικών 
µηχανηµάτων 

Επειδή οι κάτοικοι του χωριού χρησιµοποιούσαν µόνο κάρα, έγιναν τα 
καροποιεία, όπως του Πολωνίδη Παναγιώτη και των παιδιών του. Ο Παπαδόπουλος Αχιλλέας, εκτός από καροποιείο, κατασκεύαζε σόµπες και 
µπουριά. Πήγαινε και στα σπίτια και τοποθετούσε τις σόµπες. Ο Τσαµουσιάδης 
Βλάσσης και ο Γραµµατάς, ο Κρουσταλάς Μανώλης (µαθήτευσε στον 
Παπαδόπουλο Αχιλλέα), ο Αρτεµιάδης Βασίλης, Βοϊτσίδης Γρηγόρης και 
Κουτσουράς Σπύρος σιδεράδικα. Ο Βαλασιάδης Γιώργος έφερνε και πουλούσε 
βυτία για ράντισµα από µία αντιπροσωπεία. Ο Λούσπας Ιωάννης είχε και έχει 
κατάστηµα εµπορίας τρακτέρ, γεωργικών µηχανηµάτων όπως φρέζες κλπ. 
Γιαννακίδης Πέτρος (συνεργείο αυτοκινήτων), Καραγιαννίδης Κωνσταντίνος 
(ηλεκτρολόγος αυτοκινήτων), Γκιουτζένης Αλέξανδρος (Καροποιείο στο χωριό 
Άγιος Γεώργιος), Αρτεµιάδης Βασίλειος (Καροποείο στο Γυψοχώρι) και Κανελιάδης 
Ελευθέριος (συνεργείο Τρακτέρ και γεωργικών µηχανηµάτων).

Κουρεία

Στην αρχή λειτουργούσαν µέσα στα καφενεία. Είχε ο Ζαχαράκογλου Μιχαλιός 
στο καφενείο του Βακιρτζή. Ο µπαρµπα Γιάννης Κρουσταλάς στο καφενείο του 
Καρύπη Χρυσόστοµου. Ο Κουτσουράς Τάσος, ο Βούλτσος Βασίλης, ο Πολύβιος 
Αρτεµιάδης, ο Κωσταράκης Ανέστης, ο Κωσταράκης Ευριβιάδης (Γουλής), ένας 
Θεόδωρος από τα Γιαννιτσά στου Γρηγοράσκου Γρηγόρη, ο Ιωαννίδης Ανέστης, ο 
Κωσταράκης Μηνάς και ο Καρύπης Τηλέµαχος. Σήµερα υπάρχει ένα κουρείο του 
Στεφανίδη Κωνσταντίνου.

Πλανόδιοι πωλητές 

Παράλληλα µε τα µαγαζιά, υπήρχαν και πωλητές µε κάρα και αυτοκίνητα 
αργότερα. Πουλούσαν διάφορα είδη όπως τρόφιµα, γυαλικά, ψιλικά, υφάσµατα, 
κάρβουνα, ασβέστη, χτένια κλπ.Τα εμπορευαματα τα ζυγιζαν με χειροκίνητες παλαντζες και τα ποιο βαρια με κανταρια. 
Ο Κουδέρης Θεµιστοκλής µε κάρο πουλούσε λεµόνια και τρόφιµα. Ο Προύµας 
Κυριάκος µε κάρο και µετά µε αυτοκίνητο, πουλούσε ψιλικά. Ο Κόπτσαλης 
Απόστολος ψιλικά. Ο Φουντούκης Νίκος ψιλικά, ο χτενάς πουλούσε χτένια για 
αργαλειούς. Ο ταχινάς, ταχίνι και σαΐτες. Ο καρβουνάς, ο ασβεστάς. Ο Αξιωτίδης 
Σωτηράκης γυαλικά. Ο παγωτατζής παγωτά ξυλάκι και χωνάκι. Ο Βοϊτσίδης 
Μήτσος τρόφιµα. Είχε και ένα εργαστήριο µε καζάνια που σφράγιζε κουτιά µε 
κοµπόστες φρούτων και φαγητά µε λαχανικά. Ο Αµπατζάς Γρηγόρης πουλούσε 
τρόφιµα. Ο Χαρδαλάς Απόστολος ζαρζαβατικά. Ο Λιάπτσης Κώστας και 
Τσιτουρίδης Κώστας από τα Γιαννιτσά έφερναν υφάσµατα. Ο Έξαρχος Λευτέρης 
ψιλικά, ο Περηφανάκης Θεοδόσης ψιλικά. Ο Αναστασιάδης Θεοχάρης ψιλικά και 
είδη προικός. Ο Χατζίδης Γεώργιος πουλούσε λαχανικά. Ο Αµπατζάς Θεµιστοκλής 
πουλούσε ζαρζαβατικά µε κάρο καθώς και ο Βοϊτσίδης Νίκος. Ο Λούσπας 
Χουρµούζιος κι αργότερα οι γιοί του πουλούσαν ψάρια µε κάρο και µε 
αυτοκίνητο. Ο Λαγηνάς πουλούσε πήλινες στάµνες, σταµνάκια, κατσαρόλες και 
βυτίνες. Τα σταµνάκια τα έλεγαν κουµάρια. Ο Βαφέας Ιωάννης πουλούσε
γυαλικά. Οι Ροµά πουλούσαν καλάθια και κοφίνια. Υπηρχε γανωτης
και γάνωνε κατσαρόλες και ταψιά µπακιρένια. ∆ιαλαλούσε «όποιος
 θα γανώσει στα αλώνια και στα βαµβάκια θα πληρώσει». Ο Βοριάς 
(Χιώτης) πουλούσε τα πρώτα πλαστικά, λεκάνες, κουβάδες, χωνιά και άλλα 
σκεύη. Επίσης ερχόταν ακονιστής µαχαιριών και ψαλιδιών. Υπήρχε πλανόδιος που 
πουλούσε σκελετούς για γυαλιά πρεσβυωπίας. Επίσης υπήρχε πλανόδιος 
φωτογράφο που έπαιρνε µικρές φωτογραφίες και τις έβγαζε εβδοµαδιαίες. 
Υπήρχε πλανόδιος που κολλούσε µπρίκια και χερούλια από κατσαρόλες µε καλάι. 
Τα Χριστούγεννα και την Πρωτοχρονιά ερχόντουσαν αυγουλάδες κυρίως από 
Θεσσαλονίκη και αγόραζαν από τον κόσµο κότες, καπόνια και αυγά.

Μουσικά όργανα

Ο Πετρίδης Σαράντης, ο ∆εσίπης Φραγκούλης και Μπερκόπουλος Νίκος είχαν 
λατέρνα και γκάιντα. Ακορντεόν έπαιζαν στους γάµους και πανηγύρια ο Νόκας 
Τσαουσόπουλος, ο Καδικιώτης Βασίλης και Κανελιάδης Λευτέρης. 
Η Ποδοπάνη ∆ιαµαντονίκη έπαιζε µαντολίνο, ήταν η µόνη γυναίκα στο χωριό 
που έπαιζε µουσικό όργανο. Ο Κουδέρης Θεµιστοκλής επίσης έπαιζε µαντολίνο. Ο 
Μαυρογιαννίδης Ιορδάνης έπαιζε µπουζούκι Ο  Γρηγορασκου Σταυρος,επαιζε βιολι..

Ραφεία 
Τα ρούχα που φορούσαν άνδρες γυναίκες και παιδιά, τα έραβαν στο σπίτι οι 
νοικοκυρές και σε ράφτες και µοδίστρες. Ραφείο είχε ο Χατζίδης Σωτήριος, ο 
Κυριακόπουλος Αθανάσιος, ο Αξιωτίδης Μανώλης, ο Βασίλειος ο γιός της 
Αναστασίας της Καρυώτισας, ο οποίος µετά άνοιξε ξενοδοχείο στα Γιαννιτσά. Ο 
Βοϊτσίδης Μηνάς. Ανδρικά κοστούµια έραβε στο σπίτι και η Βούλτσου 
Κωνσταντία. Έραβε και γυναικεία ρούχα. 


Οι γυναίκες και οι κοπέλες φορούσαν ρούχα 
ευρωπαϊκά που τα έραβαν συνήθως οι ίδιες. Οι 
ηλικιωµένες φορούσαν µακριές φούστες και τσεµπέρι. Οι 
χήρες πάντα µαύρα. Μοδίστρα ήταν η Πολωνίδου Νίκη η
οποία έδινε κατά καιρούς µαθήµατα κοπτικής ραπτικής
στα κορίτσια. Επίσης η Λεβάντη Ελενιώ, η Τσιµπερά 
Κούλα, η Φουντούκη Βαγγελιώ. Αργότερα άνοιξαν 
βιοτεχνίες ετοίµων ρούχων.Στην Νεαπολι Κρητης η Βασιλισσα Φρειδερικη ιδρυσε οικοκυρικη σχολη και δεχοταν παιδια απ ολη την Ελλαδα.Από το Παλαιφυτο φυγανε στην Α. αποστολή το 1950 η Βουλα Ζουζουλα,η Φανιω Βοιτσιδου,η Σουλτη Αξιωτιδου,η Ευσεβια Αξιωτιδου.Στην Β. αποστολή ηταν η Νουλα Μουρατίδου,η Ροδωνθεα Αμπαζα,και Σουλτανα  Λαζαρίδου.Φοιτησανε από το 1952 εως το 1953.Απο το χωριο τις συνοδευσε ο Χατζιδης Σωτήριος που εκεινη την εποχη ητνα φαντάρος στην Ελευσινα..Τα κορίτσια ηταν 15ετων.Τους διδαξαν μαγειρικη,ζαχαροπλαστική,υφαντικη,κεντη,
μα,καλη συμεριφορα,οικονομια,ψυχαγωγια,ότι χρειαζεται,μια νεα κοπελα για ν ανοιξει σπιτοκο.Ηπαραμονη τους ηταν δωρεαν.
Σφαιριστήρια

Είχε ο Προύµας Κυριάκος στο µαγαζί του Ρεϊζη και η Ρέλου Μάρθα.

Κοµµώτριες 

Η Καρυώτη Αικατερίνη, η ∆ούµου Τασούλα, η Μητσοπούλου Μαγδάλω, η 
Ματεντζόγλου Φωτεινή, η Τσιµπερα Σωτηρία, η Ρώνη ∆άφνη. Σήµερα διατηρούν 
κοµµωτήρια η Αρτεµιάδου Τασούλα, Γρηγοράσκου Νόπη, Κωσταράκη Αρετή, 
Ξενάκη Ζωγραφίνα και Χατζίδου Ιωάννα.

Υφαντική 

Αργαλειό είχε η Καρακωστή Σέβο, η οποία ύφαινε µε πληρωµή κι έστηνε και 
αργαλειούς στα σπίτια. Η Καδικιώτη Κλεονίκη, η Κεχαγιά Πελαγιώ.

Λανάρες 

Τα µαλλιά έπρεπε να επεξεργασθούν για να γίνουν νήµατα, γι’ αυτό οι 
νοικοκυρές πήγαιναν µε τα πόδια ή τα κάρα στην Καρυώτισσα στον Τσακιστράκη 
που είχε ειδικό εργαλείο να επεξεργασθεί το µαλλί από τα πρόβατα.

Παπλωµατάδες 

Ερχόταν ένας πλανόδιος στα σπίτια κι έραβε επί τόπου παπλώµατα. Αργότερα 
ήρθε ο Γουλιώτης Αθανάσιος. 
Μαντάρισµα καλτσών 
Όταν βγήκαν οι νάυλον κάλτσες, υπήρχε µανταρίστρια που έκλεινε τις θηλιές 
η Αγγελική Αρτεµιάδου και η Αναστασιάδου ∆έσποινα (Πέπη).

Μύλοι 

Μύλο που άλεθε σιτάρι και καλαµπόκι είχε ο Πισµίσης από τα Γιαννιτσά. Ο 
µύλος ήταν µηχανοκίνητος µε πετρέλαιο. Είχαν σαν µηχανικό τον Μουχλιάρη 
Αναστάσιο. Αργότερα έγινε στην Καρυώτισσα µύλος µε σύγχρονα µηχανήµατα 
και πολλοί κάτοικοι πήγαιναν µε τα κάρα για ν’ αλέσουν. Μηχανή (µύλο) που 
άλεθε σουσάµι για σουσαµέλαιο, είχε ο Λεβάντης Κώστας µε τον Γεωργάνο Τάσο.

Πεταλωτές 

Ερχόταν ένας Μήτσος από Γιαννιτσά και πετάλωνε τα άλογα στις αυλές ή 
πήγαιναν τα άλογα στην Καρυώτισσα και Γιαννιτσά.
Περίπτερα 

Έδωσαν άδειες λειτουργίας περιπτέρων στου ανάπηρους και θύµατα πολέµου και
στις χηρες αυτων. Είχε ο Μπαµπάνης Λάζαρος, η Παπαµήτσου Μαρίκα και η Λωρίδα 
Βαλάσα.

Σχολή οδηγών τρακτέρ 

Εκπαιδευτής ήτανο Κουδερης Γρηγορης και  ο Βαλασιάδης Γεώργιος, ο οποίος χορηγούσε και τα 
διπλώµατα µετά από εξετάσεις.

Φωτογράφος 

Ο Ελευθερόπουλος Αναστάσιος, είχε φωτογραφική µηχανή παλιού τύπου, 
που είχε µπροστά το µαύρο πανί κι έβγαζε φωτογραφίες. Αργότερα ερχόταν ένας 
φωτογράφος από το χωριό ∆άφνη, µε πιο σύγχρονη µηχανή. Επίσης σύγχρονη 
µηχανή είχε ο Κουτσουράς Τάσος. Όλοι αυτοί ήταν πλανόδιοι φωτογράφοι.Φωτογραφιο ειχε στο χωριο και ο Σαρηγιαννίδης Γεωργιος.

Ιατρεία – Φαρµακεία – Κτηνίατροι 

Στην τοποθεσία αρπαλήκι, υπήρχε ένα κτίριο που επί τουρκοκρατίας ήταν 
σπίτι τσιφλικάδων Τούρκων. Ήταν σε καλή κατάσταση, κι εκεί λειτουργούσε 
Ιατρείο. Ο πρώτος γιατρός που ήρθε στο χωριό λεγόταν Τσέλιος. Μετά ήρθε ο 
Κοκκίνης, που αργότερα εγκαταστάθηκε στους Γαλατάδες. Μετά ήρθε ο 
Ολυµπίτης, ο Καστρέτσος και ο Χαρωνίτης Γεώργιος. Αργότερα ήρθε ο 
Σαµουρκασίδης Παναγιώτης, ο Βοριάς Γεώργιος και ο Καντρατσιώτης Γ. Ο 
Βαγιάσης Χαρίλαος, φαρµακοτρίφτης, ερχόταν από την Έδεσσα κι έφτιαχνε 
διάφορα µαντζούνια µε βότανα για δερµατοπάθειες κ.α. και ο Τσιµπεράς 
Κωνσταντίνος που ήταν και αυτός φαρµακοτρίφτης. 
Υπήρχε και φαρµακείο µε φαρµακοποιό τον Βασιλειάδη Γιάννη και 
φαρµακοτρίφτη τον Βασιλειάδη Μίµη. Στεγαζόταν το µαγαζί του Μυστακίδη 
Ματθαίου. Μετά άνοιξε φαρµακείο η Νικολοπούλου Τόνια. 
Κτηνίατρος ήταν ο Γκαβανάς Κώστας. 
Οδοντίατρος ήταν ο Κρυσταλίδης Ιωάννης ο οποίος είχε οδοντιατρείο στο 
σπίτι της Καµπέρη Αναστασίας.

Πρακτικές θεραπείες

Η Καρακωστή Σέβο, βοηθούσε τα µωρά να περπατήσουν. Έτριβε τα 
ποδαράκια τους. Ο Ξενάκης Βασίλης θεράπευε στραµπουλιγµένα χέρια και πόδια. 
Ο Γιαπουτζής Χρήστος έβαζε στην θέση τους βγαλµένα χέρια, δάκτυλα, πόδια, 
µέση κι έκανε και µασάζ. Η Γιαγκουτζίδου Ευδοκία επίσης θεράπευε χέρια πόδια 
όπως και η Αρτεµιάδου Ελένη και η Καβούκη Παναγιώτα. Η Βακιρτζή Φρόσω 
έκανε πρακτικές αλοιφές (για εξανθήµατα κλπ) καθώς γιάτρευε πόδια, χέρια, 
µέση. Η Γεωργιάδου Λαµπρινή µε ένα µικρό σιδερένιο στρογγυλό εργαλείο, 
θεράπευε τις µαυρίλες, µώλωπες, αιµατώµατα (τραβούσε το αίµα τοπικά). 
Συγκέντρωναν βδέλλες σε βάζα µε νερό κι όταν είχαν πίεση (υπέρταση) τις 
έβαζαν πάνω στο σώµα να ρουφήξουν το αίµα, κι όταν οι βδέλλες χόρταιναν 
έπεφταν κάτω. 
Λέγανε δε όταν είχαν χαλασµένα δόντια ότι τα βγάζανε µόνοι τους με νταναλια γιατί δεν 
υπήρχε οδοντίατρος.Οταν κρυολογουσαν τους εριχναν βεντούζες.

Ποδήλατα 

Ο ∆ούκας Πολωνίδης έφερε τα πρώτα ποδήλατα στο χωριό και τα νοίκιαζε µε 
την ώρα στα παιδιά.

Περίπτερα 

Έδωσαν άδειες λειτουργίας περιπτέρων στου ανάπηρους και θύµατα πολέµου και
στις χηρες αυτων. Είχε ο Μπαµπάνης Λάζαρος, η Παπαµήτσου Μαρίκα και η Λωρίδα 
Βαλάσα.
Τ Α Ξ Ι
Ειχε ο Ποδοπανης Πλατων.ο Ποδοπανης Περικλης,και ο Πουπας Πασχαλης,, 
.

Ιατρεία – Φαρµακεία – Κτηνίατροι 

Στην τοποθεσία αρπαλήκι, υπήρχε ένα κτίριο που επί τουρκοκρατίας ήταν 
σπίτι τσιφλικάδων Τούρκων. Ήταν σε καλή κατάσταση, κι εκεί λειτουργούσε 
Ιατρείο. Ο πρώτος γιατρός που ήρθε στο χωριό λεγόταν Τσέλιος. Μετά ήρθε ο 
Κοκκίνης, που αργότερα εγκαταστάθηκε στους Γαλατάδες. Μετά ήρθε ο 
Ολυµπίτης, ο Καστρέτσος και ο Χαρωνίτης Γεώργιος. Αργότερα ήρθε ο 
Σαµουρκασίδης Παναγιώτης, ο Βοριάς Γεώργιος και ο Καντρατσιώτης Γ. Ο 
Βαγιάσης Χαρίλαος, φαρµακοτρίφτης, ερχόταν από την Έδεσσα κι έφτιαχνε 
διάφορα µαντζούνια µε βότανα για δερµατοπάθειες κ.α. και ο Τσιµπεράς 
Κωνσταντίνος που ήταν και αυτός φαρµακοτρίφτης. 
Υπήρχε και φαρµακείο µε φαρµακοποιό τον Βασιλειάδη Γιάννη και 
φαρµακοτρίφτη τον Βασιλειάδη Μίµη. Στεγαζόταν το µαγαζί του Μυστακίδη 
Ματθαίου. Μετά άνοιξε φαρµακείο η Νικολοπούλου Τόνια. 
Κτηνίατρος ήταν ο Γκαβανάς Κώστας. 
Οδοντίατρος ήταν ο Κρυσταλίδης Ιωάννης ο οποίος είχε οδοντιατρείο στο 
σπίτι της Καµπέρη Αναστασίας.

Μαίες

Πρακτικές µαµές που ξεγεννούσαν τις γυναίκες στα σπίτια, ήταν η Ανάστω 
και η Αγγελικώ.

Ταχυδρόμειο  Τηλεφωνειο.

Τα γράµµατα τα έφερναν από τα Γιαννιτσά στην κοινότητα. Τα µοίραζε ο 
∆εσίπης Φραγκούλης στα σπίτια. Αργότερα ήρθε ταχυδρόµος ο κυρ Μήτσος από 
τα Γιαννιτσά. Καλούσε µε την ντουντούκα τον κόσµο για να παραλάβουν τα 
γράµµατα στο καφενείο του Κουτσουρά Φάνη. Αργότερα ήρθαν και άλλοι 
ταχυδρόµοι.Σημερα λειτουργει  Ταχυδρομειο με υπευθυνο τον Κολυβα Δ.
Το Παλαιφυτο ειχε μονο ενα τηλεφωνο στην Κοινοτητα.Το 1976-1977
 συνδεθηκαν απο τον ΟΤΕ μαγαζια και σπιτια.

Αγροφύλακες 

Η Αγροφυλακή διόριζε αγροφύλακες (κουρουτζίδες) µε µισθό, να φυλάνε τα 
χωράφια από τις ζηµιές που προκαλούσαν τα ζώα και µερικές φορές οι αγρότες. 
Αγροφύλακες ήταν ο Ματεντζόγλου Γιάννης, Καραθανάσης Γιώργης, Λαγογιάννης 
Κώστας, Κολυβάς Παναγιώτης, Γιαννακίδης Πέτρος, Κουδέρης Αριστόδηµος, 
Αµπατζάς Θεµιστοκλής, Βαλασιάδης Νίκος, Κατρέλης και Μηνασίδης από το 
Τριφύλι. Κουτσός ∆ηµήτριος.

Πρατήρια βενζίνης 

Είχε ο Κουδέρης Γρηγόρης, αργότερα ο Βογιατζής Πολύδωρος, ο Γιαπουτζής 
Χρήστος, ο Πούπας Πασχάλης και ο Πούπας Νίκος.

Οικοδόµοι (κτίστες) 

O πρωτος κτιστης ηταν ο Χαρδαλας Χρηστος.Εκτισε με τους συγχωριανους
 την πρωτη Εκκλησια το  ετος 1927.
Ήταν ο Καραµανώλης Στέργιος, Καµπουρίδης Γκίκας, Κελφωτιάδης Σταύρος, 
Μπαµπάνης Σταύρος, Μερεµετσάκης Ανέστης, Ποµάκης Γρηγόρης, Ποµάκης 
Μανωλής, Χατζίδης Φώτης, Τζωρτζίκας Γρηγόρης, Νεοχωρίτης Χριστόφορος, 
Μαυρογιαννίδης Πέτρος, Καλιοντζής Χρήστος, Βακιρτζής Τάκης, Κεχαγιάς Πέτρος 
και ∆ήµος, Ζαχαράκογλου Πολίτης, Γιαννακίδης Θανάσης, Γαβριηλίδης Αλέκος, 
Τσακίρης Γεράσιµος.Αγελαρης Γεωργιος,Παπαδοπουλος Δημητριος.Ροπος Αιμίλιος.
Ο Χουρµουζιάδης Γιώργος, ο γιός του Τάσος και ο Χουρµουζιάδης Νίκος 
έκτιζαν και εκκλησίες. 
Όταν άνοιγαν τα θεµέλια για να κτίσουν σπίτι, ο νοικοκύρης έσφαζε ένα 
κόκορα που µαγείρευαν για να φιλέψουν τους µαστόρους (αυτό είχε την έννοια 
της θυσίας). Όταν έφθαναν στην σκεπή, κρεµούσαν στα ξύλα ένα σχοινί και 
φώναζαν το ασκί (κρεµαστάρι). ∆ηλαδή φώναζε κάποιος (µε αντίτιµο) ή ο 
αρχιµάστορας δυνατά ν’ ακουστεί σ’ όλο το χωριό. «Με την βοήθεια του Θεού 
και τη δύναµη των µαστόρων, τελειώνει το κτίσιµο του σπιτιού». Πρώτος 
κρεµούσε ένα πουκάµισο ο νοικοκύρης για τον αρχιµάστορα. Μετά έφερναν οι 
συγγενείς και συγχωριανοί φίλοι κάλτσες, µαντήλια, τσίπουρο, κρασί κλπ. Κάθε 
φορά φώναζαν. Καλώς το φιλοδώρηµα του τάδε, έφερνε κάλτσες κλπ και τα 
κρεµούσαν στο σχοινί. Στο τέλος τα µοιράζονταν οι κτίστες.

Μαρµαράδες 

Ο Αρτεµιάδης Παναγιώτης (Τάκης), Αρτεµιάδης Παναγιώτης, Μαγκής Νίκος, 
Κουδέρης Γιώργος.

Ελαιοχρωµατιστές (Μπογιατζήδες)

Ο πρώτος µπογιατζής ήταν ο Γιώργος που έµενε στο σπίτι του Μπουράκη 
Νίκου. 
Ο Καρράς Τάσος και ο γιός του Γιάννης, ο Κατσαµπέρης Αποστόλης, ο 
Κατσαµπέρης ∆ηµήτρης, Καραξογώνης Χάρης, Μαυρογιαννίδης Θόδωρος, 
Αρτεµιάδης Ευγένης.

Γυψάδες 

Ο Καµπουρίδης Αποστόλης.

Ηλεκτρολόγοι 

Όπως είχαµε αναφέρει και παραπάνω το Παλαίφυτο ηλεκτροδοτήθηκε το 
έτος 1965. Για να πάρουν ηλεκτρικό ρεύµα τα σπίτια έπρεπε να γίνονται 
ηλεκτρικές εγκαταστάσεις. Ο πρώτος που έκανε ηλεκτρολογικές εγκαταστάσεις 
ήταν ο Γεωργιάδης Κώστας και αργότερα ο Κανελιάδης Νίκος, Γιαπουτζής 
Γιώργος, Καρύπης Θεόδωρος, Φραγκάκης Γιώργος, Κανελιάδης Αντώνης και 
άλλοι.

Λεωφορεία 

Το πρώτο λεωφορείο της γραµµής το αγόρασε ο Πούπας Σταύρος. 

Φορτηγά
Το πρώτο φορτηγό το πήρε ο Κουτσουράς Αναστάσιος, ο Καρύπης 
Χρυσόστοµος. Μετά απέκτησαν φορτηγά ο Πούπας Σταύρος, ο Πούπας Ηλίας 
(Τζέιµς), ο Γρηγοράσκου Γρηγόρης, Γρηγοράσκου Γεώργιος, Καρύπης Νίκος, 
Πούπας Νίκος, Πούπας Πασχάλης, Μαυρογιαννίδης Ιορδάνης, Γρηγοράσκου 
Σταύρος.

Μαραγκοί και επιπλοποιοί 

Πολωνίδης ∆ούκας, Κωσταράκης Μηνάς, Αναστασιάδης Χρήστος, Καρυώτης 
Χρήστος, Νουβάκης Χρήστος και ξυλογλύπτης Στεφανίδης Νίκος.Πανταδης Γιαννης.

Φωτισµός  Ύδρευση 

Φωτισµός 
Από την αρχή που ήρθαν οι κάτοικοι, φώτιζαν τα σπίτια τους µε λάµπες 
πετρελαίου και τα µαγαζιά µε λουξ.Οταν ηθελαν το βραδυ να κινηθουν μεσα στο χωριο κρατουσαν φαναρακι αναμμενο. Το 1965 συνδέθηκε το χωριό µε ηλεκτρικό 
ρεύµα από την ∆ΕΗ. Τότε άρχισαν να αγοράζουν τις ασπρόµαυρες τηλεοράσεις. 
Γύρω στο 1958-59 αγόρασαν τα πρώτα ραδιόφωνα µε µπαταρίες και υπόγειες 
κεραίες. 
Ύδρευση 

Στις αυλές των σπιτιών, είχαν µόνο πηγάδια που το νερό δεν ήταν πόσιµο. 
Αργότερα έβαζαν τουλούµπες, αφού άνοιγαν γεωτρήσεις σε χαµηλό βάθος. Το 
νερό από τα πηγάδια, το έβγαζαν µε κουβά δεµένο µε σχοινί, για να πλύνουν τα 
ρούχα τους ή να ποτίσουν τα ζώα. Το καλοκαίρι κατέβαζαν στο πηγάδι 
καρπούζια, αναψυκτικά, ποτά για να είναι δροσερά. Η θερµοκρασία του νερού 
ήταν 10-15 βαθµοί. Τα πηγάδια τα άνοιγε ειδικό συνεργείο µε φτυάρια. Είχαν 
βάρθος 4-5 µέτρα και γύρω-γύρω από µέσα τοποθετούσαν πέτρες για να µην 
βγαίνει χώµα στο νερό. Για να πίνουν νερό και να µαγειρεύουν, κουβαλούσαν µε 
πήλινες στάµνες (λαϊνες) από τις βρύσες του χωριού οι οποίες ήταν: 
Στο παλιό γήπεδο κοντά στο υδραγωγείο, η βρύση της Ελισσώς, στου 
Λεβάντη κοντά στο µύλο, στου Γουλιώτη στην κοινότητα, στου Ανδρόνικου, 
στου Θωµά Μπαµπάνη, απέναντι από του Κουδέρη Γιώργη, µία στ’ αµπέλια, µία 
στ’ αλώνια, µία στο σχολείο. Όλες οι βρύσες είχαν στέρνες που µαζευόταν το 
νερό, ήταν πάντα γεµάτες και πότιζαν τα ζώα. 
Το 1972 περίπου, έγινε το υδραγωγείο και εγκαταστάσεις ύδρευσης στα 
σπίτια. Όταν ήρθε το ηλεκτρικό ρεύµα, στις τουλούµπες τοποθετούσαν µοτέρ κι 
έβγαζαν νερό όχι πόσιµο.

Προσκοπισµός 
 Γύρω στο 1960, από την δασκάλα Παπαδοπούλου Ρίτσα, έγινε ο 
προσκοπισµός, αλλά µόνο από 
κοπέλες (προσκοπίνες) και µικρά 
κορίτσια (πουλάκια). Έκαναν 
διάφορες δραστηριότητες κι
έπαιρναν µέρος στην παρέλαση ΒΟΛΤΑ..
Την Κυριακή το απόγευµα, στις αρχές, τα κορίτσια και τα παλληκάρια, έκαναν 
βόλτα στην πλατεία Προύσσης και στον δρόµο προς το Ιατρείο. Αργότερα 
πήγαιναν από το δηµόσιο δρόµο µέχρι την είσοδο του χωριού. Επίσης επάνω στο 
δηµόσιο δρόµο. Όταν είχε ποδοσφαιρικό αγώνα και µαζευόταν όλοι γύρω από το 
γήπεδο όπου πλανόδιοι µε καροτσάκια πουλούσαν σπόρια, στραγάλια, καραµέλες 
σε χάρτινα χωνάκια. Είχε και πλανόδιο φωτογράφο. Το ίδιο γινόταν και στη 
βόλτα.

Ήθη και έθιµα που έφεραν από την πατρίδα τους. 

Την παραµονή των Χριστουγέννων, οι νοικοκυρές θύµιαζαν τα σπίτια για να 
φύγουν οι καλικάντζαροι. Πήγαιναν τα παιδια στα σπίτια να πουν τα κάλαντα. Οι 
νοικοκυρές τα έδιναν σύκα, κάστανα, µανταρίνια, µήλα, κούτσουµπα 
(ξυλοκέρατα)( όλα αυτά τα  μικρα παιδια τα ελεγαν κιακια) άντε και καµιά δεκάρα, αργότερα έδιναν µισή δραχµή ή µια 
δραχµή. Την παραµονή συνήθως έσφαζαν και γουρούνια. Το βράδυ αφού 
έτρωγαν νηστήσιµα για να κοινωνήσουν ανήµερα τα Χριστούγεννα, άφηναν το 
τραπέζι ξέστρωτο και επάνω ένα πράσο, λίγες ελιές για να φάει ο Χριστός που θα 
γεννηθεί. Ανήµερα πολύ πρωί, πήγαιναν στην εκκλησία να κοινωνήσουν και οι 
νοικοκυρές µαγείρευαν καπόνι µε σέλινο ή πράσο ή χοιρινό κρέας. 
Οι πίτες που έψηναν σ’ όλα σχεδόν τα σπίτια, ήταν κολοκυθόπιτα γλυκιά µε 
κίτρινη κολοκύθα σε σαραγλί και σαραγλί µε καρύδια. Επειδή ήταν τυλιχτές οι 
πίτες, συµβόλιζαν το φάσκιωµα του Χριστού. Ορισµένοι στόλιζαν και κανένα 
φυτό στη γλάστρα για χριστουγεννιάτικο δέντρο συνήθως µε βαµβάκι για χιόνι ή 
και κανένα στολίδι.
Πρωτοχρονιά 

Την παραµονή της πρωτοχρονιάς πάλι τα παιδιά έλεγαν τα κάλαντα στα 
σπίτια. Οι νοικοκυρές έκαναν βασιλόπιτες. Στην αρχή ζεµατούσαν το αλεύρι µε τη 
λίγδα στη σκάφη, ζάχαρη, αυγά κλπ. Η λίγδα ήταν χοιρινό λίπος. Έβαζαν και 
κέρµα. Οι πίτες αυτές δεν φούσκωναν πολύ. Στις 12 τα µεσάνυχτα που άλλαζε ο 
χρόνος, χτυπούσε η καµπάνα δυνατά. Ο κόσµος έβγαινε έξω, έσπαζαν σταµνιά, 
έσπαζαν το ρόδι στην πόρτα που τα σπυριά του συµβόλιζαν την αφθονία των 
καρπών. Το φαγητό της πρωτοχρονιάς ήταν κότα ή καπόνι µαγειρεµένο µε 
οποιοδήποτε τρόπο. Πριν από το φαγητό έβαζαν την βασιλόπιτα σε ταψί ή δίσκο, 
γύρω-γύρω φρούτα και ξηρούς καρπούς και ο νοικοκύρης αφού έκανε το σταυρό 
του, έκοβε την πίτα πρώτα σε σχήµα σταυρού και µετά σε κοµµάτια για τον 
καθένα. Όταν τελείωναν το φαγητό, ο νοικοκύρης έβλεπε το σκελετό (καράβι) 
της κότας αν ήταν ίσιος ή στραβός για καλή ή κακή σοδειά για τον καινούριο 
χρόνο. Συνήθως η κότα είχε ένα κοκαλάκι σαν διχάλα (Λ) που έβαζαν το 
στοίχηµα (γιάντες) προτού το τραβήξουν δύο άτοµα να σπάσει έλεγαν «σε τι 
βάζεις στοίχηµα;». Αν έδινε ο ένας στον άλλο ένα αντικείµενο που υπήρχε επάνω 
στο τραπέζι και το έπαιρνε χωρίς να πει το ξέρω γιατί το δίνεις, κέρδιζε αυτός που 
το έδινε. Έτσι έπαιρνε το δώρο που είχαν συµφωνήσει. 
Τα κάλαντα των Χριστουγέννων που έλεγαν ήταν: 
«Χριστούγεννα πρωτούγεννα Χριστός πάντα γεννιέται. Γεννιέται κι 
αναθρέφεται στο µέλι και στο γάλα. Το µέλι το τρώνε οι άρχοντες, το γάλα οι 
παπάδες και τ’ άλλα τα καλά φαγιά τα τρών οι ∆εσποτάδες». 
Τα κάλαντα της Πρωτοχρονιάς που έλεγαν ήταν: 
«Αρχιµηνιά κι αρχή χρονιά, κι αρχή καλός µας χρόνος εκκλησιά, εκκλησιά µε 
τ’ άγιο θρόνο. Αρχή που βγήκε ο Χριστός. Άγιος και πνευµατικός. Στη γη στη γη 
να περπατήσει και να µας καλοκαρδίσει. Άγιος Βασίλης έρχεται από την 
Καισαρεία, ζήσε αρχόντισσα κυρία. Βαστάει εικόνα και χαρτί, χαρτί και καλαµάρι, 
δες κι εµέ το παλληκάρι. Σ’ αυτό το σπίτι πούρθαµε πέτρα να µην ραγίσει κι ο 
νοικοκύρης του σπιτιού χρόνια πολλά να ζήσει. Και του χρόνου».
Ο πρωτος επισκεπτης που πηγαινε σε  ενα σπιτι το πρωι της πρωτοχρονιας
 του ελεγαν να μπει με το δεξι ποδι και να καθισει πισω απο την πορτα
 για να κλωσσανε οι κοτες τους  ολη τη χρονια,Αν ηταν καποιος ανεπιθύμητος μουσαφίρης και ότι δεν θα εφερνε γουρι( τον ελεγαν καλεκτση δηλαδή γρουσουζη) εβαζαν αλατι η  σταχτη πισω από την πορτα η μεσα ατα παπούτσια του.Αν ηταν επιθυμητος εβαζαν τα παπούτσια του με τις μυτες προς την εισοδο του σπιτιου.Διαφορετικα οι μυττες των παπυτσιων .να κοιτανε προς την εξοδο.

Θεοφάνεια (Φώτα) 

Την παραµονή των Φώτων, οι νονές ετοίµαζαν το Φωτίκι να στείλουν στα 
βαφτιστήρια. Σ’ ένα σπάγκο περνούσαν σύκα, δαµάσκηνα ξερά, µανταρίνια, 
µήλα, χουρµάδες και καµιά δεκάρα αν υπήρχε κι έδεναν τις άκρες. Μερικά παιδιά 
έλεγαν και τα κάλαντα. 
«Σήµερα τα Φώτα κι ο φωτισµός, η χαρά µεγάλη κι ο Αγιασµός. Κάτω στον 
Ιορδάνη τον ποταµό, κάθεται η κυρά µας η Παναγιά. Σπάργανα βαστάει κερί 
κρατεί και τον Αϊ Γιάννη παρακαλεί. Αϊ Γιάννη αφέντη και βαπτιστή, σύ θα µε 
βαφτίσεις Θεού παιδί. Καλή µέρα, καλή σου µέρα αφέντη µε την κυρά». Ανήµερα 
τα Φώτα µε τα την θεία λειτουργία πήγαιναν όλοι στο ποτάµι όπου ο παπάς έριχνε 
τον Σταυρό κι έπεφταν τα παιδιά και οι νέοι να τον πιάσουν. Αργότερα έπεφταν 
στο ποτάµι συνήθως οι ποδοσφαιριστές της οµάδας του ΑΡΗ Παλαιφύτου. Μετά 
περνούσαν από τα σπίτια να κεραστούν και να πάρουν και µπαξίσι. Ο παπάς 
κρατώντας τον Σταυρό και ο καντηλανάφτης µε ένα καλαθάκι, περνούσαν απ’
όλα τα σπίτια να τ’ αγιάσουν. Το βράδυ των Φώτων οι νοικοκυρές θύµιαζαν πάλι 
τα σπίτια να φύγουν οι καλικάντζαροι.

7 Ιανουαρίου Αγίου Ιωάννου του Προδρόµου 

Είχαν το έθιµο να ρίχνουν τους νιόπαντρους (άνδρες) µέσα σε γούρνες µε 
νερό.

Των τριών Ιεραρχών 

Έκανε λειτουργία ο παπάς και οι δάσκαλοι πήγαιναν τα παιδιά στην εκκλησία. 
Έκαναν αρτοκλασία. Επίσης παλιότερα έκαναν και κόλλυβα για τους τρεις 
Ιεράρχες.

Αγίου Τρύφωνος 

Έπαιρναν αγιασµό από την εκκλησία και πήγαιναν ν’ αγιάσουν τους µπαξέδες 
και τ’ αµπέλια. Το τριήµερο της Υπαπαντής, Αγίου Τρύφωνος και Αγίου Συµεών, 
οι έγκυες απέφευγαν να κάνουν ορισµένες δουλειές για να µην γεννηθεί το µωρό 
µε κάποιο σηµάδι στο σώµα του.

Αποκριές 

Οι νοικοκυρές έκαναν γκιουζλεµέδες (περίσσευε φύλο από τις πίτες, το 
άνοιγαν, άπλωναν ζάχαρη, κανέλα και βούτυρο, το τύλιγαν σαλιγκάρι, το 
πατούσαν και το τηγάνιζαν), από πάνω έριχναν πάλι ζάχαρη. Μερικές φορές 
έβαζαν τυρί. Επίσης έκαναν γλυκές πίτες είτε µε σιµιγδάλι, ζάχαρη, αυγά, είτε 
µόνο ζάχαρη, βούτυρο ανάµεσα στα φύλα που άνοιγαν µε την βέργα (πλάστης) 
επάνω στο σοφρά (χαµηλό στρογγυλό τραπεζάκι). 
Αργότερα έψηναν και κανταΐφι. 
Όταν ένα ζευγάρι ήταν αρραβωνιασµένοι, αγόραζε ο γαµπρός το κρέας 
(συνήθως κατσίκι) και το µαγείρευαν στο σπίτι της νύφης να φάνε τα συµπεθέρια 
και το ζευγάρι. Το βράδυ της δεύτερης αποκριάς, µαζεύονταν οι συγγενείς σ’ ένα 
σπίτι, έδεναν ένα βρασµένο αυγό σε µία κλωστή, το κουνούσαν πέρα δώθε και 
κάποιος που προλάβαινε, το έπιανε µε το στόµα. Σήµαινε ότι ήταν το τελευταίο 
αυγό που θα έτρωγαν µέχρι την Ανάσταση. Από την Καθαρά ∆ευτέρα άρχιζε η 
Μεγάλη Σαρακοστή. Την Καθαρά ∆ευτέρα πολλές νοικοκυρές καθάριζαν τα σπίτια 
τους. Τις δύο εβδοµάδες που ήταν οι αποκριές, συνήθως τα βράδια ντύνονταν 
καρναβάλια οι µεγάλοι µε παλιά ρούχα και πήγαιναν στα σπίτια για αναγνώριση και 
για κέρασµα. Την ήµερα ντύνονταν τα παιδιά. 
Πολλά παιδιά και µεγάλοι, στήνανε µία ξύλινη καµήλα. Από κάτω την 
στήριζαν µε το σώµα τους. Επάνω είχε δύο καµπούρες σκεπασµένες µε 
κουρελού. Γύριζαν σ’ όλο το χωριό. Ο καµηλιέρης που την κρατούσε µε σχοινί, 
ήταν µουτζουρωµένος στο πρόσωπο και τα χέρια µε σκόνη από κάρβουνο. 
Κρατούσε κι ένα καλάθι όπου µάζευαν συνήθως αυγά, φρούτα, χρήµατα. 
Την δεκαετία του 1950, καλούσαν οι τοπικές αρχές στρατιωτική µπάντα και 
γίνονταν χοροί (χοροεσπερίδες). 
Στην δεκαετία του 1980, καθιερώθηκε παρέλαση καρναβαλιού από τον 
πολιτιστικό σύλλογο. Γι’ αυτό θ’ αναφερθούµε στις δραστηριότητες του 
Συλλόγου. 
Το απόγευµα της δεύτερης αποκριάς, πήγαιναν στους συγγενείς να 
συγχωρεθούν µεταξύ τους. Όταν ήταν να κοινωνήσουν, τους διάβαζε ο παπάς 
όλους µαζί την ευχή της συγχώρεσης. Τα παιδιά προτού κοινωνήσουν, πήγαιναν 
στους νονούς να φιλήσουν το χέρι τους για συγχώρεση, έπεφτε και λίγο 
χαρτζιλίκι, αν υπήρχε. 
Στα δύο ψυχοσάββατα, συνήθως πήγαιναν όσοι είχαν νεκρούς στα 
νεκροταφεία για τρισάγιο. 
Την πρώτη Παρασκευή των Χαιρετισµών, πριν από το Σάββατο των Αγίων 
Θεοδώρων, µερικές γυναίκες του χωριού πήγαιναν στην εκκλησία ένα πιάτο 
κόλλυβα µε ζάχαρη, σταφίδες ή αµύγδαλα να τα διαβάσει ο παπάς. Συµβόλιζαν 
το διά κολλύβων θαύµα. 
Οι Χαιρετισµοί στην Υπεραγία Θεοτόκο, γινόταν το απόγευµα. Οι γυναίκες 
πήγαιναν λουλούδια από τον κήπο τους να στολίσουν την εικόνα της Παναγίας. 
Το άσπιλε και το και δός ηµίν δέσποτα το έψαλλαν τα παιδιά του ∆ηµοτικού 
Σχολείου.

Των Αγίων Σαράντα Μαρτύρων 

Έψηναν λαλαγκάκια ή ότι άλλο µε ζυµάρι. Κι έλεγαν σαράντα φάς, σαράντα 
πιείς, σαράντα δώσεις της ψυχής. Τα λαλαγκάκια τα έφτιαχναν µε νερό – αλεύρι 
– µαγιά. Τα τηγάνιζαν κι έβαζαν ζάχαρη από πάνω. Αυτό συνηθίζεται και µέχρι τις 
µέρες µας.

1η Μαρτίου 

Το απόγευµα πριν από την 1η Μαρτίου, µόνο οι αρραβωνιασµένες τύλιγαν 
πολύχρωµες κλωστές κι έκαναν δαχτυλίδια, βραχιόλια και κολιέ στα µικρά παιδιά 
(Μάρτη) για να µην µαυρίσουν από τον ήλιο της Άνοιξης. Αυτά όλα τα έκαιγαν 
στις φωτιές του Αϊ Γιαννιού.

Ευαγγελισµός της Θεοτόκου 

Μετά την Θεία λειτουργία και δοξολογία, γινόταν και γίνεται παρέλαση από 
τους µαθητές. Την ηµέρα αυτή, τρώνε ψάρι ή µπακαλιάρο – σκορδαλιά. 
Ανήµερα του Ευαγγελισµού το βράδυ, τα µεγάλα παιδιά του σχολείου µε 
τους δασκάλους συνοδεία, έκαναν λαµπαδηφορία σ’ όλο το χωριό. Κρατούσαν 
ένα ξύλο στην άκρη του οποίου ήταν δεµένο ένα κουτάκι που είχε µέσα άµµο, 
πετρέλαιο και άναβαν φωτιά.

Σάββατο του Λαζάρου 

Γυρνούσαν τα λαζαράκια στα σπίτια. Ερχόταν τσιγγάνοι µε µαϊµούδες ή 
αρκούδες και µε ντέφι χόρευαν και τους έδιναν αυγά στα καλάθια τους. Πολλές 
φορές έψαλλαν παιδιά: ήρθε ο Λάζαρος ήρθαν τα βάγια… Συνήθως ένα κοριτσάκι
ήταν ντυµένο µε λουλουδάκια στο κεφάλι και µακριά ρούχα (Λαζαρίνα) που 
έψαλλε.

Μ. Εβδοµάδα – Άγιο Πάσχα 

Όλες οι νοικοκυρές πριν από την Μ. Εβδοµάδα καθάριζαν και σοβάντιζαν τα 
σπίτια τους µε ασβέστη. Το πρωί της Μ. Πέµπτης κρεµούσαν στο παράθυρο ένα 
κόκκινο πανί µέχρι τη δύση του ήλιου. Έβαφαν κόκκινα αυγά κι έψηναν 
τσουρέκια. Έκαναν και κουρούνες για τα παιδιά τους και τα βαφτιστήρια (ένα 
µικρό τσουρέκι πλεξούδα και στρογγυλεµένο µε ένα κόκκινο αυγό στο κέντρο 
του). Την Μ. Πέµπτη το βράδυ στις αρχές που ήρθαν όσοι είχαν νεκρούς (οστά 
στα κασελάκια) τα πήγαιναν στην εκκλησία να ξηµερωθούν µαζί µε το Χριστό. 
Την Μ. Εβδοµάδα καθάριζαν και τους τάφους και το Μ. Σάββατο το πρωί, πήγαινε 
ο παπάς να κάνει τρισάγιο σε κάθε τάφο. Εκεί µοίραζαν κόκκινα αυγά, 
κουλουράκια, ότι είχε ο καθένας. 
Την Μ. Πέµπτη το πρωί, προτού βάψουν τ’ αυγά, έπαιρναν και ένα αυγό της 
ίδιας µέρας (µεγαλοπεφτιάτικο) το έκαναν ένα σταυρό και το έβαφαν µαζί µε τ’ 
άλλα. Το κρατούσαν ένα χρόνο στο εικονοστάσι και όταν είχε καταιγίδα – χαλάζι 
το έβγαζαν έξω στη γλάστρα για να σταµατήσει η κακοκαιρία. 
Επίσης πήγαιναν τσουρέκια στα βαφτιστήρια ή στους νονούς. 
Το πρωί της Μ. Παρασκευής πριν από την ακολουθία της Αποκαθήλωσης, οι 
κοπέλες στόλιζαν τον επιτάφιο κι έψαλαν: Σήµερα µαύρος ουρανός, σήµερα 
µαύρη µέρα. Σήµερα όλοι θλίβονται και τα βουνά ραγιούνται. 
Το σούρουπο της Μ. Παρασκευής, τα παιδιά µάζευαν πολλά ξύλα, άναβαν 
µεγάλη φωτιά στον περίβολο της εκκλησίας κι έκαιγαν τον οβριό (το ξύλινο 
οµοίωµα του Ιούδα). Το βράδυ κατά την περιφορά του επιταφίου σε κάθε 
σταυροδρόµι στεκότανε ο παπάς, µε τους ψάλτες και διάβαζε ονόµατα νεκρών. 
Όσοι είχαν νεκρούς, µοίραζαν οι ίδιοι κερί στους πιστούς. Κερί να το ανάψουν 
µέσα στην εκκλησία. 
Στην πρώτη Ανάσταση και στην δεύτερη, πήγαιναν µε λαµπάδες και κόκκινα 
αυγά για να τσουγκρίσουν. Μερικοί έβαφαν αυγά φραγκόκοτας που είναι πιο 
γερά. 
Στην πρώτη Ανάσταση, αφού έπαιρναν το Άγιο Φώς, έβγαιναν έξω για το 
Χριστός Ανέστη και προτού µπουν µέσα στο ναό, ο ιερέας και οι ψάλτες έψαλλαν. 
«Άρατε πύλας, οἱ ἄρχοντες ὑµῶν και ἐπάρθητε πύλας αἰώνιοι και εἰσελεύσεται ὁ 
Βασιλεύς τῆς δόξης». Οι πύλες του ναού ήταν κλειστές και µέσα παρέµενε 
συνήθως ο µπαρµπα Ανδρόνικος (Βαλασιάδης) που αντιφωνούσε. 
«Τις ἐστιν οὖτος ὁ Βασιλεύς τῆς δόξης;» 
Ο ιερέας και ψάλτες αντιφωνούσαν 
«Κύριος κραταιός και δυνατός. Κύριος δυνατός ἐν πολέµω. Ἄρατε πύλας οἱ 
ἄρχοντες ὑµῶν. Και έπάρθητε πύλαι αἰώνιοι, και εἰσελεύσεται ὁ Βασιλεύς τῆς 
δόξης».

Αγίου Γεωργίου 

Αν έπεφτε µετά το Πάσχα οι κοπέλες και τα παλικάρια έκαναν κούνιες σε 
µεγάλα κλωνιά δέντρων µε χοντρό σκοινί και κουνιόταν. Τότε τραγουδούσαν. 
Γαρυφαλλιά µου πράσινη, καλέ πότε θα κοκκινίσεις. Πότε θα γίνει η γνώµη σου 
ναρθείς να µε φιλήσεις. Να κόψω ένα γαρύφαλλο να βάλω στο ποτήρι. Να το 
µυρίσει ο βασιλιάς και να τον έρθει ζάλη. Να τη χαρώ τη θάλασσα ν’ αράξουν τα 
καΐκια. Ένα καΐκι άραξε στου βασιλιά την πόρτα. Ο βασιλιάς δεν ήταν εκεί, ήταν 
τρεις κοπέλες. Η µία κεντούσε ουρανό κι άλλη το φεγγάρι, η τρίτη η µικρότερη 
κεντούσε µαξιλάρι. Να κοιµηθεί ο βασιλιάς να του περάσει η ζάλη. 
Την ηµέρα αυτή έκαναν και κουρµπάνι στην αυλή της εκκλησίας συνήθως οι 
κεχαγιάδες όπως ο Κουδέρης Γεώργιος. Έβραζαν κρέας σε µικρά κοµµατάκια 
συνήθως αρνί, το έβαζαν σε πανέρια. Σε άλλα πανέρια είχαν κοµµατάκια ψωµί και 
το µοίραζαν πολλές φορές και στην βρύση της Ελισσώς. Η Μπουγιουκίδου Β. 
έκανε κουρµπάνι µε γαλοπούλα.

Πρωτοµαγιά 

Την παραµονή µάζευαν λουλούδια κι έκαναν στεφάνια, τα κρεµούσαν στην 
εξώπορτα για να το κάψουν στις φωτιές του Αι Γιαννιού. Την πρωτοµαγιά 
πήγαιναν µε τα κάρα, αργότερα µε αυτοκίνητα στην εξοχή. Συνήθως πήγαιναν 
στις πηγές Αραβησσού όπου είχε και δέντρα. Έπαιρναν µαζί τους φαγητά, ποτά, 
έτρωγαν, έπιναν και χόρευαν.

Της Αναλήψεως 

Οι νοικοκυρές έψηναν γαλατόπιτες, λαλαγκάκια, γκιουζλεµέδες (πάντα µε 
ζυµάρι).

Της Πεντηκοστής 

Το Σάββατο είναι ψυχοσάββατο, πήγαιναν στα νεκροταφεία για τρισάγιο 
στους νεκρούς. Μοίραζαν λουκούµια, κουλουράκια, καραµέλες και κόλλυβα. 
Ανήµερα της Πεντηκοστής, πήγαιναν στην εκκλησία µε φύλλα καρυδιάς για να 
γονατίσουν επάνω τρεις φορές όταν διάβαζε ο παπάς. 
Στα ψυχοσάββατα ή και στα µνηµόσυνα έκαναν κουλικάκια, ζυµαράκια 
ζυµωµένα µε λάδι, τα άνοιγαν λίγο, άπλωναν ζάχαρη, κανέλα και τα τύλιγαν. 
Αυτά τα µοίραζαν µαζί µε κόλλυβα και καλούσαν τους συγγενείς και γείτονες στα 
µνηµόσυνα.

24 Ιουνίου (Γεννέσιο Τιµίου Προδρόµου)

Την παραµονή έκαναν τον κλύδωνα. Τρεις κοπέλες κρατούσαν από ένα 
µπακιράκι, πήγαιναν αµίλητες κι έπαιρναν νερό από τρεις βρύσες. Μετά έβαζαν 
στα µπακιράκια χρυσαφικά, ότι είχε η κάθε µία από τις ανύπαντρες κοπέλες. Το 
κρεµούσαν σε δέντρο. Την άλλη µέρα, έντυναν νύφη µε πέπλο µια πρωτοκόρη 
µικρή κοπέλα. Έβαζε το χέρι µέσα στο µπακιράκι, έπαιρνε ένα χρυσαφικό χωρίς 
να βλέπει και οι άλλες κοπέλες διάβαζαν ένα στιχάκι. Σε όποια ανήκε το 
χρυσαφικό, ίσχυε το νόηµα από το στιχάκι. Έτσι γελούσαν, χόρευαν και 
διασκέδαζαν. Την παραµονή το βράδυ άναβαν φωτιές στα σταυροδρόµια και 
πηδούσαν τρεις φορές για να έχουν την υγειά τους. Εκεί έκαιγαν τον Μάρτη που 
φορούσαν τα παιδιά και τα πρωτοµαγιάτικα στεφάνια.

20 Ιουλίου (Προφήτη Ηλία) 

Επειδή στο Τσακήλι είχαν εξωκλήσι του Προφήτη Ηλία, γιόρταζαν κι έκαναν 
κουρµπάνι. Την ίδια µέρα έτρωγαν τον κόκορα κι έλεγαν την παροιµία «φάε 
κόταν – πίτα τον Γενάρη, κόκορα τον Αλωνάρη».

26 Ιουλίου (Αγίας Παρασκεής) 

Πήγαιναν µε τα κάρα µε τις οικογένειές τους στο χωριό Πετριά στο ξωκλήσι 
της Αγίας Παρασκευής, όπου γινόταν και πανηγύρι. Πήγαιναν από την παραµονή 
και διανυκτέρευαν.

29 Αυγούστου 

Ανήµερα του Ιωάννου του Προδρόµου, γιορτάζει η εκκλησία, γινόταν και 
γίνεται µέχρι σήµερα πανηγύρι. Πολλά καφενεία έφερναν όργανα και 
τραγουδίστριες (ντιζέζ) και διασκέδαζαν οι κάτοικοι. Ερχόταν κόσµο και από τα 
γειτονικά χωριά. Σιγά-σιγά έφερναν κούνιες, παιχνίδια. Πουλούσαν λουκούµια 
κλπ. Γινόταν και ιπποδροµίες. Ξεκινούσαν από το παλιό γήπεδο, µέχρι το 
Τριφύλλι και αντίθετα. Έδιναν έπαθλο στον νικητή ένα µαντήλι που το έδεναν 
στο αυτί του αλόγου. Αγωνίζονταν µε τα άλογα ο Καλιοντζής Σωτήρης, Καρύπης 
Τηλέµαχος, Ιωαννίδης Χαράλαµπος. Αργότερα γινόταν φιλικοί ποδοσφαιρικοί 
αγώνες και πολιτιστικές εκδηλώσεις από τον Πολιτιστικό Σύλλογο.

14 Σεπτεµβρίου 

Την παραµονή πήγαιναν στα νεκροταφεία για τρισάγιο στους νεκρούς. 
Ανήµερα πήγαιναν βασιλικό στην εκκλησία για τον Αγιασµό. Τον Σεπτέµβριο 
άρχισαν να ετοιµάζουν τα ξύλα για τις σόµπες. Όσο είχε καλό καιρό, οι 
νοικοκυρές ετοίµαζαν τους γιουφκάδες, τραχανό, κους κους. Έλιαζαν δαµάσκηνα, 
βερίκοκα, τα ψηναν και λίγο σε σβηστό φούρνο (να ξεραθούν). Όλα αυτά τα 
διατηρούσαν σε υφασµάτινους τουρβάδες. Κρεµούσαν κυδώνια και ρόδια στα 
ταβάνια. Έκαναν ρετσέλια µε µούστο (που έβραζε και γινόταν πετιµέζι) και 
κολοκύθι. Το πετιµέζι το έβαζαν και στο κατσαµάκι. Αυτό το έκαναν µε 
καλαµποκίσιο αλεύρι. Στην κατοχή έψηναν µποµπότα που ήταν ψωµί µε 
καλαµποκίσιο αλεύρι. Στην κατοχή απαγορευόταν να πουλήσουν σιτάρι και 
καλαµπόκι για να έχουν επάρκεια τροφής. Η ποινή ήταν βαριά. Επίσης έβραζαν 
κοµπόστα µε κυδώνια, µήλα, σταφίδες (χοσάφι). Το χειµώνα έψηναν πασπάτες 
στα µαγκάλια.

28 Οκτωβρίου

Μετά τον πόλεµο του 1940, γύρω στο 1950, άρχισε να γιορτάζεται η επέτειος 
της απελευθέρωσης µε παρέλαση, οµιλίες και καταθέσεις στεφανιών. Την ηµέρα 
που κηρύχθηκε ο πόλεµος, επιστρατεύθηκαν από το χωριό 119 άνδρες νέοι µέχρι 
40 χρονών. Γύρισαν µετά από πολλές κακουχίες οι 118. Σκοτώθηκε ο Ιωάννης 
Λωρίδας. Προς τιµήν του δόθηκε η οδός Ιωάννου Λωρίδα που ήταν το σπίτι του. 
Η µητέρα του τιµήθηκε µε αναπηρική σύνταξη. ∆ύο άτοµα τραυµατίσθηκαν 
σοβαρά και πήραν αναπηρική σύνταξη ο Μπαµπάνης Λάζος και ο Γκιούρος 
∆ιαµαντής.

Εµφύλιος Πόλεµος 

Το 1940 κηρύχθηκε ο πόλεµος µε τους Ιταλούς. Το έτος 1942 εισέβαλαν οι 
Γερµανοί και µέχρι το 1944 είχαµε κατοχή. Έγινε αντίσταση σ’ όλη την Ελλάδα 
κατά των κατακτητών και φυσικά δεν έµεινε αµέτοχο και το Παλαίφυτο. Το 1944 
αφού ηττήθηκε η Γερµανία, αποχώρησε ο κατοχικός στρατός. Σκότωσαν, 
έκαψαν, λεηλάτησαν. Άρχισε ο εµφύλιος πόλεµος, ο οποίος διήρκησε µέχρι τον 
Αύγουστο του 1949, αφήνοντας και αυτός χιλιάδες νεκρούς. Φυσικά είχαµε 
νεκρούς και στο Παλαίφυτο και από δεξιούς και από αριστερούς. Ήδη έχουν 
γραφεί πολλά γι’ αυτήν την περίοδο και δεν θέλουµε να αναφερθούµε 
περισσότερο, µόνο να ευχηθούµε να µην ξαναζωντανέψουν τέτοια τραγικά 
γεγονότα.

21 Νοεµβρίου

Τα εισόδια της Θεοτόκου (µεσοσπορίτισα), λέγεται έτσι επειδή τα µισά 
χωράφια ήταν ήδη σπαρµένα µε σιτάρι.

4 ∆εκεµβρίου – της Αγίας Βαρβάρας 

Σ’ όλα τα σπίτια, οι νοικοκυρές µούσκευαν σιτάρι και πρωί-πρωί έβραζαν την 
βαρβάρα µε σιτάρι, καλαµπόκι, σταφίδες, ζάχαρη, κανέλα, ρόδια. Συµβόλιζε την 
αφθονία των καρπών και για το καλό της οικογένειας. Μετά τη µοίραζαν στη 
γειτονιά και στους συγγενείς. Κοντά στο σηµερινό υδραγωγείο, υπήρχε µία 
µεγάλη πέτρα ανοικτή σαν λεκάνη κι εκεί κτυπούσαν µε κόπανο και έσπαγαν το 
σιτάρι. Αυτή η πέτρα ήταν εκεί µόνιµη για όλους τους κατοίκους. Τη µέρα αυτή 
κοινωνούσαν τα παιδιά.

15 ∆εκεµβρίου του Αγίου Ελευθερίου 

Όλες οι έγκυες κοινωνούσαν για να ελευθερωθούν εύκολα.

16 ∆εκεµβρίου – του Αγίου Μόδεστου

Την γιορτή αυτή την γιόρταζαν στις 18 ∆εκεµβρίου όπως συνήθιζαν στην 
πατρίδα. Έκαναν αρτοκλασία οι περισσότεροι και έφερναν το ύψωµα (σφραγίδα) 
να ταΐσουν τα ζώα για να είναι γερά. Ο Άγιος Μόδεστος είναι προστάτης των 
ζώων.
Ραδιοφωνικοί σταθµοί 

Στη δεκαετία του 1970 αρκετά παιδιά έκαναν πειρατικούς σταθµούς. 
Αργότερα το 1991 ένας από αυτούς ο Γαβριηλίδης Σίµος, έκανε νόµιµο σταθµό 
στα FM, το «Ράδιο Τοξότης» που έχει µεγάλη εµβέλεια. Είναι ο πρώτος σταθµός 
σε ακροαµατικότητα στο Νοµό Πέλλας. Από το 2007 εκπέµπει και στο 
ΙΝΤΕΡΝΕΤ.

Ξενιτεµός 

Γύρω στην δεκαετία του 1960, πολλοί έφυγαν στην Γερµανία, Αυστρία, 
Βέλγιο, Αυστραλία, Αµερική, Καναδά για µία καλύτερη ζωή. Γενικά το Παλαίφυτο 
δεν είχε µεγάλο αριθµό µεταναστών όπως σε άλλες περιοχές της Ελλάδας.

∆ιασκέδαση 

Η διασκέδαση των νέων και µεγάλων, γινόταν στα σπίτια όπου µαζεύονταν. 
Έπιναν κρασί, τραγουδούσαν (οι γεροντότεροι και αµανέδες), χόρευαν, έλεγαν 
ανέκδοτα (µασάλια).Όταν ενας νεος αγαπουσε μια κοπελα επαιρνε την παρεα του και της εκανε κανταδα.Περνουσαν από το δρομ που ηταν το σπιτι της,κοντοστεκοτανε απ εξω και τραγοδουσαν τραγουδια της εποχης .Παντα προσπαθουσαν να εχουν καποιον καλλιφωνο στην παρεα. Αργότερα γινόταν χοροεσπερίδες και πάρτυ στα καφενεία. 
Όταν κάποιος είχε την ονοµαστική του γιορτή, πήγαιναν οι περισσότεροι 
επίσκεψη χωρίς δώρο. Στα πρώτα χρόνια το γλυκό που κερνούσαν ήταν το 
βύσσινο. Αργότερα στις γιορτές έκαναν κουραµπιέδες, κουλουράκια, πίτες κλπ. 
Αν υπήρχε και δεύτερο δωµάτιο, κάθονταν οι άντρες χωριστά από τις γυναίκες. 
Τις γυναίκες τις κερνούσαν γλυκό. Τους άνδρες όµως τους κερνούσαν κρασί ή 
τσίπουρο µε µεζέ όπως βρασµένο κοτόπουλο, τυρί, σαλάµι, κασέρι, παστουρµά, 
κεφτεδάκια. Περνούσε πρώτα από τον καθένα η νοικοκυρά κι έδινε το ποτήρι µε 
ποτό. Πίσω ακολουθούσε η κόρη ή η νύφη µε ένα είδος µεζέ κι ένα πιρουνάκι κι 
έδινε στο καθένα. Στον άλλο γύρο, έδιναν άλλο µεζέ κλπ. Αν κάποιος άνδρας δεν 
ήθελε να πιεί ποτό έλεγε, εγώ είµαι κοκόνα (κυρία) και τον κερνούσαν γλυκό. 
Όταν ερχόταν στο κέφι, τραγουδούσαν ή έφερναν γκάιντα ή ακορντεόν. Όταν 
γιόρταζαν τα παιδιά, τα τραβούσαν το αυτί για χρόνια πολλά.

Καφετερίες 

Η πρώτη που λειτούργησε ήταν του ∆ελόγλου Βασίλη την δεκαετία του 1970. 
Μετά άνοιξε ο Αλµυρός Οδυσσέας, ο Προύµας Νίκος, ο Χαριτίδης Γιάννης κ.α.

Παιχνίδια 

Τα πρώτα παιχνίδια των παιδιών, ήταν οι χειροποίητες µπάλες (µε πανιά) και 
κούκλες. Φούσκες (από την ουροδόχο κύστη) των γουρουνιών που έσφαζαν. 
Επίσης τα κότσια από τις αρθρώσεις των προβάτων που έπαιζαν τα µικρά 
κορίτσια. Πολλές φορές τα έβαφαν µε διάφορα χρώµατα. Τ’ αγόρια έπαιζαν 
µπίλιες γυάλινες και πήλινες.Το παιχνιδι (αντικειμενο) το ονομαζαν τζιτζι. Έκαναν σφεντόνες και κυνηγούσαν πουλάκια. 
Έπαιζαν κουτσό, µουρούνα (ένα κουτάκι τενεκεδένιο και το κτυπούσαν µε ξύλα 
5-6 παιδιά να µπει σε µια µεγάλη τρύπα). Έπαιζαν τζαµί µε κεραµίδια σπασµένα, 
κυνηγητό, τσιλίκι, την ώρα και µακριά γαϊδούρα τ’ αγόρια. Επίσης έπαιζαν 
«ωρολογά-ωρολογάά τι ώρα είναι και το «ένα λεπτό κρεµµύδι γκέο παγκαίο»

ΗΘΗ ΚΑΙ ΕΘΙΜΑ
Αρραβώνες 
Πήγαιναν οι προξενήτες µόνοι τους και ζητούσαν το χέρι της κοπέλας. Αν δεν 
συµφωνούσαν οι γονείς µε τους προξενήτες, κερνούσαν πικρό καφέ κι έφευγαν. 
Αν συµφωνούσαν όµως, πήγαιναν κι έφερναν τον γαµπρό κι έδιναν λόγο. Σε λίγο 
καιρό γινόταν ο αρραβώνας στο σπίτι της νύφης. Όταν πήγαινε ο γαµπρός, οι 
φιλενάδες ή ξαδέρφες, έκλειναν την πόρτα και ζητούσαν χρήµατα για να µπει ο 
γαµπρός και το σόι µέσα στο σπίτι. Ο υποψήφιος κουµπάρος σταύρωνε τις βέρες 
µπροστά σε εικόνα και τις περνούσε στο χέρι του γαµπρού και της νύφης. Μόλις 
γινόταν ο αρραβώνας, έριχναν µε το δίκανο ν’ ακουστεί στο χωριό, κι έλεγαν 
έγινε ο αρραβώνας. Μετά κερνούσε η νύφη λικέρ και κρατούσαν ένα δίσκο όπου 
έριχναν χρήµατα οι συγγενείς. Τα πεθερικά έβαζαν χρυσαφικά στη νύφη και στο 
γαµπρό δακτυλίδι, µανικετόκουµπα κλπ. Όταν έδιναν το λόγο πριν τον 
αρραβώνα, οπωσδήποτε έβαζαν και στους δύο σταυρό στο λαιµό. Όταν δε 
συµφωνούσαν οι γονείς να γίνει ο αρραβώνας διότι δεν ήθελαν τον γαµπρό ή τη 
νύφη, το ζευγάρι έφευγε κρυφά (κλεβότανε) και δηµιουργούνταν παρεξηγήσεις 
µεταξύ των συµπεθέρων, πολλές φορές και καυγάδες. Μετά από καιρό όµως 
συµφιλιωνόταν. Οπότε σωστά υπάρχει η παροιµία που λέει: «Όταν θέλει η νύφη 
κι ο γαµπρός, τύφλα νάχει πεθερά κι ο πεθερός.» 

Γάµοι 

Πολύ παλιά οι γάµοι γινόταν στα σπίτια. Πολύ σπάνια η νύφη φορούσε 
νυφικό δικό της ή δανεικό. Τα στέφανα ήταν της εκκλησίας (µεταλλικά) κοινά για 
όλα τα ζευγάρια. Αργότερα οι γάµοι γινόταν στην εκκλησία. Η νύφη µε συγγενείς 
και φίλες, στόλιζε την προίκα µια εβδοµάδα πριν τον γάµο. Την Τετάρτη 
καλούσαν χωριστά οι συγγενείς του γαµπρού χωριστά της νύφης όλο το χωριό. 
Τα προσκλητήρια ήταν κουφέτα 
τυλιγµένα σε κόκκινη ζελατίνα. Την 
Παρασκευή έπιαναν τα προζύµια για τα 
κουλίκια. Έβαζαν ένα µικρό κορίτσι 
συνήθως πρωτοκόρη, να πιάσει το 
προζύµι, φορώντας µαντήλα στο κεφάλι 
και ποδιά. Τα δώρα που πήγαιναν κι αυτά 
ήταν τυλιγµένα µε κόκκινες ζελατίνες µε 
φιόγκο. 
Από βραδύς έπαιρναν όργανα ή ακορντεόν κι έκαναν τραπέζι στο σπίτι για 
τους συγγενείς και φίλους. Όταν ήταν πολλά άτοµα, έπαιρναν µάγειρα τον 
Χατζίδη Γιώργο. Την ηµέρα του γάµου είχαν πάλι όργανα, κι όταν χόρευε η νύφη 
ή ο γαµπρός, τραγουδούσαν: 
 Ωραία είν’ η νύφη µας, ωραία τα προικιά της, ωραία κι η παρέα της που κάνει 
την χαρά της. Ένα τραγούδι θα σας πω επάνω στο κεράσι. Τ’ αντρόγυνο που 
γίνεται να ζήσει να γεράσει. Ένα τραγούδια θα σας πω επάνω στο λεµόνι να ζήσει 
η νύφη κι ο γαµπρός κι οι συµπεθέροι όλοι. 
Οι φίλες της νύφης την βοηθούσαν να ντυθεί. Στο γοβάκι της από κάτω, 
έγραφε ονόµατα ελεύθερων κοριτσιών. Όποιας το όνοµα σβηνόταν θα 
παντρευόταν τον ίδιο χρόνο. Τον γαµπρό τον ξύριζαν και τον βοηθούσαν να 
ντυθεί. Όταν έβγαινε από την πόρτα του σπιτιού του, χαιρετούσε τους γονείς µε 
χειροφίληµα και τ’ αδέλφια του. Η νύφη φεύγοντας από το σπίτι, χαιρετούσε 
τους γονείς και τ’ αδέλφια. Επάνω από το κεφάλι της, έσπαζε η µάνα µε τα χέρια 
το νυφικό κουλίκι που το µοίραζαν µετά στους καλεσµένους. 
Τη µέρα του γάµου, αφού χόρευαν στο σπίτι του γαµπρού, πήγαιναν µε τα 
όργανα να πάρουν τον κουµπάρο, όπου κι εκεί χόρευαν και ξεκινούσαν όλοι µαζί 
για το σπίτι της νύφης, ο γαµπρός κρατούσε την ανθοδέσµη. Οι φίλες έκλειναν 
τη πόρτα για να πληρώσει ο κουµπάρος να πάρει την νύφη. Κατόπιν χόρευαν 
πάλι και ξεκινούσαν για την εκκλησία. Μπροστά πήγαινε το σόι του γαµπρού µε 
τους κουµπάρους και πίσω το σόι της νύφης. Πολύ παλιά ακολουθούσαν άτοµα 
που κρατούσαν τα προικιά, και µπορεί και κάποιο ζώο (αγελάδα – βουβάλα) που 
έπαιρνε προίκα (τράχωµα) η νύφη. 
Αργότερα την Πέµπτη ή την Παρασκευή, πήγαιναν κι έπαιρναν την προίκα 
από το σπίτι και πήγαιναν και το νυφικό που το αγόραζε ο γαµπρός. 
Την εβδοµάδα πριν από το γάµο έλεγαν «όλη η εβδοµάδα του γαµπρού, η 
Κυριακή της νύφης.» Όταν έβρεχε την Κυριακή του γάµου έλεγαν ότι «κλαίει η 
νύφη». 
Στο χορό του Ησαΐα πετούσαν στο ζευγάρι ρεβίθια, φασόλια. Αργότερα 
έριχναν ρύζι.και κουφετα. Μετα το  μυστηριο σηκωναν τον κουμπαρο ψ στα χερια οι φιλοι του για να ταξει  τραπεζι ( φαγοποτι) μετα τον γαμο.Εαν δεν εταζε δεν τον κατεβαζαν. Όταν τελείωνε η στέψη, πήγαιναν στο σπίτι του γαµπρού. Στην 
πόρτα, η πεθερά κερνούσε γλυκό του κουταλιού στο ζευγάρι. Προτού µπουν στο 
σπίτι, πατούσαν επάνω σ’ ένα σίδερο. Έµπαινε το ζευγάρι στην κρεβατοκάµαρα κι 
έδιναν ένα µωρό στην αγκαλιά της νύφης. Συνήθως προτιµούσαν να είναι αγόρι. 
Στην στέψη όταν χαιρετούσαν το ζευγάρι τους καρφίτσωναν χρήµατα, λίρες 
ή χρυσαφικά. Επάνω στο τραπέζι µε το κρασί έριχναν χρήµατα σ’ ένα δίσκο. 
Όταν ο γαµπρός δεν ήταν από το χωριό κι έπαιρνε τη νύφη να φύγει, οι νέοι 
του χωριού έκλειναν το δρόµο µε δράλες ή άλλα αιχµηρά γεωργικά εργαλεία για 
να πληρώσει ο γαµπρός. Πολλές φορές γινόταν και παζάρια στην τιµή και γινόταν 
και φασαρίες µέχρι και τραυµατισµοί. 
Την επόµενη Κυριακή από το γάµο, στις οκτώ που λέγαµε, πήγαιναν όλοι 
στην Εκκλησία. Στο τέλος της λειτουργίας διάβαζε ο παπάς στο ζευγάρι την ειδική 
ευχή. Μετά πήγαιναν στο σπίτι του ζευγαριού να κεραστούν. Εκεί κερνούσε και η 
κουµπάρα. Το µεσηµέρι φίλευαν τους κουµπάρους. Όταν έµενε έγκυος η 
γυναίκα, γεννούσε στο σπίτι και πιο αργά στο νοσοκοµείο ή κλινική ιδιωτική. Οι 
λεχώνες δεν έβγαιναν 40 µέρες. Για να σαραντίσουν πήγαιναν µε την πεθερά και 
το µωρό. Μετά την ευχή του ιερέα, πήγαιναν επίσκεψη σε τρία συγγενικά σπίτια. 
Εκεί έδιναν ένα αυγό για το µωρό και λίγη ζάχαρη στο στόµα του µωρού. Όταν 
τα µωρά έκαναν τα πρώτα τους βήµατα, οι µάνες έστρωναν µια κουρελού κι εκεί 
έβαζαν διάφορα εργαλεία ή αντικείµενα που συµβόλιζαν τα επαγγέλµατα. Π.χ. 
Ψαλίδι, µολύβι, τσάπα, λαχανικά κ.α. Όποιο αντικείµενο έπιανε πρώτο το µωρό 
σήµαινε ότι θα ακολουθήσει αυτό το επάγγελµα. Η κούνια του µωρού ήταν ένα 
ξύλο κοίλο από κάτω ως επάνω είχε σχοινιά που τα κρεµούσαν στο ταβάνι
 (αυτες τις κουνιες τις λεγανε ζειμπεκια). 
Οι ελεύθερες κοπέλες µετά τον εσπερινό δεν άνοιγαν τα µπαούλα µε την 
προίκα για να µη χαθεί το τυχερό τους.

Βάπτιση 

Τα πρώτα χρόνια οι βαπτίσεις γινόταν στα σπίτια. Ο καντηλανάφτης 
Βοϊτσίδης Ζαφείρης κουβαλούσε την κολυµπήθρα στη πλάτη του και την πήγαινε 
στο σπίτι που θα γινόταν η βάπτιση. Αργότερα που γινόταν στην εκκλησία, η 
µαµά του µωρού δεν πήγαινε να παρευρεθεί στο µυστήριο, δεν ήξερε τι όνοµα 
θα πει ο νονός στο παιδί της. Συνήθως οι νονοί έδιναν ονόµατα από τους δικούς 
τους είτε συγγενείς, είτε νονούς. Όταν ακουγόταν το όνοµα του παιδιού, έτρεχαν 
τα παιδιά να πουν το όνοµα στη µαµά. Το πρώτο παιδί που έφτανε πιο γρήγορα, 
έπαιρνε το µεγαλύτερο µπαξίσι, συνήθως µία δραχµή. Τα άλλα παιδιά έπαιρναν 
λιγότερα. Μετά το µυστήριο, όλοι µαζί από την εκκλησία, πήγαιναν στο σπίτι, 
έκανε η µαµά τρεις µετάνοιες µπροστά στον νονό ή νονά, κι έπαιρνε το µωρό. 
Μετά κερνούσαν λικέρ-γλυκά και φίλευαν τους κουµπάρους.

Κηδεία 

Όταν πέθαινε κάποιος στο χωριό, οι χωριανοί το µάθαιναν από τον 
καντηλανάφτη που πήγαινε στα σταυροδρόµια για να το φωνάξει. 
Στα σπίτια σκέπαζαν τους καθρέφτες µε πετσέτες ή καρέ. Έβαφαν τα ρούχα 
οι γυναίκες µε µαύρη µπογιά. Φορούσαν και µαύρη µαντήλα. Οι άνδρες µαύρο 
περιβραχιόνιο (κορδέλα). Πολλές φορές καρφίτσωναν και µαύρη κορδέλα στα 
κουρτινάκια των παραθύρων. ∆εν πήγαιναν σε κοινωνικές εκδηλώσεις, δεν 
κερνούσαν γλυκό κουταλιού. Το βράδυ που ξενυχτούσαν τον νεκρό, έβραζαν 
ρύζι µε ζάχαρη (µακαριά) κι όποιος πήγαινε, έτρωγε µια κουταλιά για συχώριο.

Επίλογος 

Τελειώνοντας θα ήταν παράληψη να µην αναφέρουµε ότι οι κάτοικοι του 
Παλαιφύτου µε την εργατικότητα τους αφού πάτησαν γερά στα πόδια τους, 
φρόντισαν και φροντίζουν ακόµη να µορφώσουν τα παιδιά τους. Έτσι έχουµε 
σήµερα αρκετούς επιστήµονες, Γιατρούς, Γεωπόνους, Μηχανικούς, Καθηγητές, 
∆ασκάλους, Οικονοµολόγους, Νοσηλευτές, Μαίες ως και άλλες ειδικότητες 
πανεπιστηµίου και ΤΕΙ. 
Με αυτά που γράψαµε, νοµίζουµε ότι βάλαµε ένα λιθαράκι, για να µάθουν οι 
νέοι και να θυµούνται οι µεγαλύτεροι που άκουγαν από τους γονείς τους την 
ιστορία του χωριού µας, που συµπληρώνει 90 χρόνια πορείας. 
Τα στοιχεία που καταγράψαµε είχαµε σκοπό να τα 
κρατήσουµε για τα παιδιά και τα εγγόνια µας. Οι κόρες µας όµως µας παρότρυναν
να τα δηµοσιοποιήσουµε τόσο σε βιβλίο όσο και στο διαδίκτυο.


Δημοφιλείς αναρτήσεις