Aναρτήσεις - Αλµυρός Βασίλειος - Αλµυρού Ιωάννα

Κυριακή 26 Οκτωβρίου 2014

Αναχώρηση από το Τσακήλι

Αναχώρηση από το Τσακήλι 

Ανήµερα του Ιωάννου του Προδρόµου 24 Ιουνίου 1924 έρχεται διαταγή να 
εφαρµοσθεί η Συµφωνία της Συνθήκης που προέβλεπε ανταλλαγή πληθυσµών, 
να εγκαταλείψουν οι κάτοικοι του Τσακηλίου τα σπίτια τους, τις περιουσίες τους 
και να αναχωρήσουν για την Ελλάδα. 
Στο Τσακήλι ήδη εδώ και δύο χρόνια έχουν εγκατασταθεί Τούρκοι από την 
Ελλάδα υποχρεώνοντας τους Έλληνες να µένουν δύο οικογένειες σ’ ένα σπίτι.
Τα σπίτια που άδειαζαν να µένουν δύο οικογένειες Τούρκων.
Το χωριό γέµισε µε κάρα, ζεµένα µε άλογα, τα έστειλαν οι Τούρκοι για να 
φορτώσουν οι Έλληνες ότι πιο χρήσιµο και απαραίτητο από τα υπάρχοντά τους. 
Το τουρκικό κράτος, όπως και το ελληνικό βάσει της Συνθήκης είναι 
υποχρεωµένα να διαφυλάξουν την σωµατική ακεραιότητα και την ασφάλεια των 
προσφύγων από βανδαλισµούς, ληστείες, πλιάτσικα, γι’ αυτό στο χωριό έστειλαν 
να επιβλέπει τούρκικη αστυνοµία. Φορτώνουν τα πράγµατά τους ανεβαίνουν και 
οι ίδιοι στα κάρα, εγκαταλείπουν τα σπίτια τους. Πολλοί ασφάλισαν πόρτες και 
παράθυρα των σπιτιών τους επειδή νόµιζαν και είχαν την ελπίδα, ότι γρήγορα θα 
επιστρέψουν. Στα κάρα εκτός από τα προσωπικά τους είδη, φόρτωσαν όλες τις 
εικόνες και τα ιερά σκεύη καθώς και τα αρχεία της εκκλησίας. 
Αναφέρουµε ακόµη ότι λόγω της εποχής τα σπαρτά τους σιτάρι, κριθάρι κλπ 
είναι τα περισσότερα θερισµένα και έτοιµα για αλώνισµα, αλλά δυστυχώς τα 
εγκαταλείπουν κι αυτά. 
Μόνο δύο κάτοικοι ο Καραξογώνης Βασίλειος και Καραξογώνης Γιακουβάκης, 
έφεραν τα ζώα τους, τα πήγαν µε τα κάρα µέχρι την Αλεξανδρούπολη και από 
εκεί τα φόρτωσαν στο καράβι Όπως πληροφορηθήκαμε αργοτερα και ο Γιακουμιδης Βασιλειος εφερνε και αυτος τα ζωα του αλλα ποτε δεν εφθασε στην Ελλαδα.. 
Τα κάρα φορτωµένα έχουν εντολή να τους µεταφέρουν στο σταθµό των 
τραίνων που είναι περίπου 15-20 χιλιόµετρα από το Τσακήλι. Εδώ στο σταθµό 
περιµένουν 5 µέρες το τραίνο, παράλληλα προσπαθούν να φυλάξουν τα 
πράγµατά τους από τις επιδροµές και πλιάτσικα των Τούρκων. Μετά από 5 µέρες 
έρχεται το τραίνο και τους µεταφέρει στο ελληνικό έδαφος στο σιδηροδροµικό 
σταθµό στο Πύθιο. Μένουν κι εδώ 4 µέρες για να τους µεταφέρει και πάλι το 
τραίνο στην Αλεξανδρούπολη. 
Στην Αλεξανδρούπολη πηγαίνουν στο λιµάνι και τους ενηµερώνουν να 
περιµένουν το καράβι µε προορισµό την Θεσσαλονίκη. Μετά από 10 µέρες 
προσµονή έρχεται το καράβι «Αργοναύτης» επιβιβάζονται όλοι και ξεκινούν για 
την Θεσσαλονίκη. Στη θαλάσσια περιοχή κοντά στο Άγιο Όρος πιάνει σφοδρή 
θαλασσοταραχή κινδυνεύουν να πνιγούν. Μέσα στο καράβι γίνεται
πανζουρλισµός, φωνές, κλάµατα, προσευχές στο Θεό και τελικά σώζονται. Έτσι
έφθασαν στο λιµάνι της Θεσσαλονίκη αλλά το καράβι σταµάτησε 400 µέτρα
απέναντι από το Λευκό Πύργο. Μερικοί νέοι όπως ο Γεωργάνος Γιάννης και άλλοι,
κολυµπούν και φθάνουν στην προκυµαία, αλλά οι λιµενικοί τους γυρίζουν πίσω.
Το καράβι έµεινε τέσσερις µέρες και µετά πήρε εντολή ο καπετάνιος ν’
αγκυροβολήσει στην Αρετσού. Στο λιµάνι της Αρετσούς αποβιβάστηκαν οι
επιβάτες και τους ενηµέρωσαν ότι τα πράγµατά τους θα περάσουν από κλίβανο,
όπως και έγινε. Εκεί στο λιµάνι της Αρετσούς όταν κατέβηκαν από το καράβι οι
Τσακηλιώτες βρήκαν χιλιάδες πρόσφυγες σε καταυλισµούς.
Συγκεντρώθηκαν όλοι για να συζητήσουν και ν’ αποφασίσουν σε ποια
περιοχή της Μακεδονίας θα εγκατασταθούν.
Η πρώτη πρόταση ήταν να εγκατασταθούν στις Σέρρες και συγκεκριµένα στο
Σπάτοβο (σήµερα Κοίµηση Σερρών). Η πρόταση αυτή απορρίπτεται από την
πλειοψηφία, αλλά περίπου 35-40 οικογένειες που έκαναν την πρόταση
αναχώρησαν για το Σπάτοβο µε επικεφαλής τον ∆ούκα Αναστασιάδη. Οι
υπόλοιποι αφού συζήτησαν, πήραν την απόφαση να εκλέξουν µία τριµελή
επιτροπή από τους Καράµπαµπα ∆ηµήτριο, Λαζαρίδη Παναγιώτη και Φραγκάκη
Σπύρο.
Αυτή την επιτροπή την εξουσιοδότησαν να µεταβεί δυτικά της Θεσσαλονίκης
για να βρει κατάλληλη περιοχή όπου θα εγκαταστήσουν το νέο τους χωριό.
Η επιτροπή επισκέφθηκε πρώτα την περιοχή που είναι σήµερα η Χαλκηδόνα η
οποία ήταν ακατοίκητη γιατί οι σηµερινοί κάτοικοί της δεν είχαν έρθει ακόµη (οι
περισσότεροι από το Κατοίκιο).
Το έδαφος της περιοχής αυτής δεν το βρήκαν κατάλληλο γιατί όπως είπαν
ήταν αµµουδερό και δεν υπήρχε νερό. Η δεύτερη επίσκεψη της επιτροπής ήταν
στα Γιαννιτσά. Πήγαν στην ∆ιεύθυνση Γεωργίας όπου ο διευθυντής τους πρότεινε
να µείνουν στα Γιαννιτσά και συγκεκριµένα στον σηµερινό Συνοικισµό Καρυωτών
κοντά στην σηµερινή εκκλησία Πέτρου και Παύλου. Η επιτροπή επισκέφθηκε την
περιοχή αλλά ξαναγύρισαν στον ∆ιευθυντή και του ανέφεραν ότι όλοι σχεδόν οι
κάτοικοι του χωριού είναι γεωργοί και κτηνοτρόφοι, γι’ αυτό δεν µπορούν να
µείνουν στην πόλη.
Τότε ο ∆ιευθυντής της ∆ιεύθυνσης Γεωργίας, τους πρότεινε να επισκεφθούν
το Λοζάνοβο. Πράγµατι ξεκίνησε η επιτροπή µε τα πόδια για το Λοζάνοβο. Στο
δρόµο είδαν ότι το έδαφος ήταν εύφορο, γιατί τα χωράφια που ήταν σπαρµένα
µε καλαµπόκι και βαµβάκια ήταν τα φυτά πολύ ανεπτυγµένα. Παρατήρησαν ότι οι
καλαµποκιές είχαν διπλά κοτσάνια. Τα λιβάδια ήταν καταπράσινα. Προχώρησαν
βόρεια και είδαν δύο ποτάµια. Ένα που πήγαζε από τους πρόποδες του Πάϊκου,
σηµερινή Αραβησσό. Ένα άλλο που σήµερα δεν υπάρχει που πήγαζε από την
Καλή και Προφήτη Ηλία. Συµφώνησαν ότι εδώ είναι ο κατάλληλος τόπος για να
κτίσουν το χωριό τους. Αφού ενηµέρωσαν την ∆ιεύθυνση Γεωργίας, επέστρεψαν
στην Αρετσού που τους περίµεναν οι συγχωριανοί τους.
Συζητάνε όλοι µαζί και τους ενηµερώνει η επιτροπή για όσα αναφέραµε
παραπάνω. Αποφάσισαν οµόφωνα να εγκατασταθούν στο Λοζάνοβο.
Εξουσιοδοτούν την ίδια επιτροπή να επισκεφθεί την αρµόδια υπηρεσία του
εποικισµού για να πάρει την έγκριση, ότι δηλαδή συµφωνήθηκε να
εγκατασταθούν στο Λοζάνοβο και να εγκρίνει την διάθεση µέσων µεταφοράς για
την µετακίνησή τους.
Ύστερα από 12-15 µέρες εγκρίθηκε από την αρµόδια υπηρεσία εποικισµού η
αίτηση για εγκατάσταση στο Λοζάνοβο και χορηγήθηκαν φορτηγά αυτοκίνητα
πού ονοµάζονταν Γκαζοζέν, είχαν σιδερένιες ρόδες καλυµµένες µε συµπιεσµένα
λάστιχα.
Φθάνουν στο Λοζάνοβο στις 10-8-1924 δηλαδή από τις 24 Ιουνίου περίπου
πέρασαν 45 µέρες ταλαιπωρίας. Εξαντληµένοι, πεινασµένοι, στην κυριολεξία ράκη
σωµατικά και ψυχικά, προσπαθούν να βρουν καταλύµατα. Μερικοί είναι τυχεροί
γιατί βρίσκουν αποθήκες και στάβλους εγκαταλειµµένους από τους Τούρκους,
πού ήδη αναχώρησαν για την Τουρκία, οι περισσότεροι όµως δεν βρίσκουν που
να µείνουν.
Αναγκάζονται να µείνουν σε καλύβες που τις φτιάχνουν οι ίδιοι µε ξύλα που
µαζεύουν. Βάζουν ξύλα για στηρίγµατα και για πάτωµα. Για σκεπή βάζουν σαζια
(είναι φυτά που φυτρώνουν στις όχθες των ποταµών). Μέσα σ’ αυτές τις καλύβες
περνούν το χειµώνα µε τα κρύα, παγωνιές, βροχές και χιόνια.
Νερό πίνουν από ένα πηγάδι που έχει εγκαταλειφτεί από τους Τούρκους.
Αναφέρουµε ότι ο Εποικισµός τους χορηγεί 8 οκάδες σιτάρι κατά άτοµο για
ένα µήνα να το κάνουν αλεύρι και να ζυµώσουν ψωµί.
Ήδη βρισκόµαστε στην Άνοιξη του 1925, ο εποικισµός ζητά από τους
πρόσφυγες να υποδείξουν την ακριβή τοποθεσία που θα ανοικοδοµηθεί το νέο
χωριό, ώστε η αρµόδια υπηρεσία της Πολεοδοµίας να συντάξει σχέδιο
ρυµοτοµίας.
Καλούνται λοιπόν ν’ αποφασίσουν µαζεύονται όλοι και φαίνεται ότι υπάρχουν
δύο προτάσεις. Μία είναι των επαγγελµατιών, που προτείνουν την περιοχή στον
κεντρικό δρόµο Θεσσαλονίκης – Έδεσσας. Η άλλη πρόταση είναι των αγροτών
και κτηνοτρόφων να γίνει το χωριό εδώ που είναι σήµερα. Η πλειοψηφία είναι µε
την δεύτερη πρόταση. Έχουν δύο επιχειρήµατα, ένα ότι τα ζώα τους θα είχαν
πρόβληµα µε τ’ αυτοκίνητα που περνούσαν από τον κεντρικό δρόµο. Ένα άλλο
είναι ότι στην πατρίδα τους στην Ανατολική Θράκη όσα χωριά ήταν σε κεντρικό
δρόµο, υπέφεραν οι κάτοικοι από ληστείες, πλιάτσικα µε το πέρασµα στρατού
αλλά και κακοποιών.
∆ίνεται στην υπηρεσία της πολεοδοµίας, η απόφαση της πλειοψηφίας των
κατοίκων και η πολεοδοµία αναθέτει σε Γάλλο πολεοδόµο µηχανικό, να συντάξει
µελέτη και να σχεδιάσει την ρυµοτοµία που έχει σήµερα. Είναι σχέδιο πόλεως µε
φαρδείς οριζόντιους και κάθετους δρόµους και πλατείες. Το σχέδιο της µελέτης,
προβλέπει τρεις πλατείες. Μία που ονοµάζεται Πλατεία Προύσσης και ήταν
βορειοανατολικά του χωριού. Σήµερα δεν υπάρχει γιατί παραχωρήθηκε για
οικόπεδα σε κατοίκους την δεκαετία του 1950 κι έχουν κτισθεί σπίτια. Από την
πλατεία αυτή έµεινε ελάχιστος χώρος και σήµερα λειτουργεί παιδική χαρά.
Μία άλλη είναι όπου σήµερα είναι οι δύο εκκλησίες. Η τρίτη πλατεία (σ’ αυτήν
ήταν το παλιό γήπεδο) είναι η µόνη που υπάρχει και έχει παιδική χαρά και
αµφιθέατρο. Στο αµφιθέατρο το καλοκαίρι γίνονται πολιτιστικές εκδηλώσεις. Οι
δύο αυτές πλατείες που αναφέρουµε ήταν ακόµη µεγαλύτερες αλλά γύρω-γύρω
παραχωρήθηκαν οικόπεδα και κτίσθηκαν σπίτια.
Ο σχεδιασµός των πλατειών αυτών δυτικά του χωριού, προέβλεπε µελλοντικά
να ενωθεί το Παλαίφυτο µε το Τριφύλλι σε µία κοινότητα. ∆υστυχώς αυτό δεν
πραγµατοποιήθηκε. Με το σχέδιο Καποδίστριας και Καλλικράτης αποκλείσθηκε
εντελώς
Αναφέρουµε ότι το σχέδιο προβλέπει και το νεκροταφείο που είναι σήµερα
στην ανατολική πλευρά του χωριού στα µικρασιάτικα. Μετά από σφοδρές
βροχοπτώσεις και πληµµύρες, καταστράφηκαν οι περισσότεροι τάφοι µέχρι και
οστά βγήκαν στην επιφάνεια. Αναγκάστηκαν λοιπόν να υποδείξουν άλλο µέρος
νότια του χωριού που δεν υπήρχε κίνδυνος πληµµύρας. Έτσι έγινε το δεύτερο
νεκροταφείο. Αργότερα έγιναν αντιπληµµυρικά έργα και άρχισαν να θάβουν
νεκρούς και στο πρώτο νεκροταφείο. Γι’ αυτό το λόγο το Παλαίφυτο έχει δύο
νεκροταφεία και αναρωτιούνται µερικοί ξένοι που έρχονται στο χωριό.
Παραδόθηκε το σχέδιο στην αρµόδια επιτροπή του Εποικισµού, η οποία µε
την συνεργασία του µηχανικού παραχώρησε οικόπεδα (1 στρέµµα περίπου) σ’
όλους τους αρχηγούς των οικογενειών.
Παράλληλα ο Εποικισµός άρχισε να χορηγεί στους κατοίκους υλικά, όπως
πλιθιά, ξυλεία, κεραµίδια και κτίζουν τα σπίτια τους. Τα σπίτια είναι ισόγεια µε
κατώγι που χρησιµοποιείται για κουζίνα και δύο δωµάτια. Τα περισσότερα στο
κατώγι είχαν γωνιά (σαν τζάκι) για να µαγειρεύουν. Μέχρι και σήµερα σώζονται
µερικά σπίτια.
Μέσα στα σπίτια είχαν καναπέδες (µιντέρια) που από κάτω στηριζόταν µε δύο
ξύλινες βάσεις (γαϊδούρες), και από πάνω υπήρχε στρώµα που είχε µέσα
καλαµποκόφυλλα ή µαλλιά προβάτου. Το ίδιο είχαν και τα στρώµατα που
κοιµόταν. ∆εν είχαν όλοι κρεβάτια και γι αυτό ξάπλωναν κάτω (στρωµατσάδα).
Το ίδιο είχαν και τα µαξιλάρια και οι µαξιλάρες τους. Στα πλάγια των κρεβατιών
έστρωναν και κρεβατόγυρο κεντηµένο η υφαντό.
Αν είχαν διάδροµο έστηναν το γιούκι ή γιουκιά, έβαζαν τα στρωσίδια το ένα
πάνω στο άλλο και τα σκέπαζαν µε σεντόνι που είχε δαντέλα. Στον τοίχο είχαν
πάντες (αντί για κάδρα) κεντηµένες ή υφαντές.
Πολλά σπίτια είχαν καθρέφτες που µπροστά κρεµόταν µια πετσέτα κεντηµένη
κι έγραφε «καληµέρα». Εκεί ακουµπούσαν και τη χτένα. Στην κουζίνα ή στο
κατώι είχαν κρεµασµένο στον τοίχο ένα ντουλάπι (φανάρι) που είχε µπροστά
σήτα ψιλή. Εκεί έβαζαν τα τρόφιµα. Επίσης είχαν τα µουσλούκια φτιαγµένα από
λαµαρίνα που κρεµούσαν πάνω από τη γούρνα και πλενότανε γυρίζοντας την
κάνουλα. Το σιδέρωµα των ρούχων το έκαναν µε σιδερένια ή µε µαντεµένια
σίδερα. Μέσα έβαζαν αναµµένα κάρβουνα.
Οι νοικοκυρές έβαζαν µπουγάδα συνήθως µια φορά τη βδοµάδα, άναβαν
ξύλα και ζέσταιναν νερό σε καζάνια. Έβαζαν στο νερό στάχτη και το σούρωναν.
Μέσα σ’ αυτό βουτούσαν τα ρούχα για λίγο για να καθαριστούν και να
ασπρίσουν.Κουρελούδες (βρανιές), κουβέρτες, χονδρά υφαντά, τα πλέναν στο ποτάµι.

Χτίζοντας τα σπίτια τους, παράλληλα, µε εθελοντική εργασία κτίζουν και την 
εκκλησία του Ιωάννου του Προδρόµου. Τοποθετούν τις εικόνες, τα ιερά σκεύη, 
µερικά βιβλία (αρχεία). 
Ο εποικισµός τους παραχωρεί προσωρινά χωράφια, αρχίζουν να τα 
καλλιεργούν. Τους δίνει ένα άλογο ή µία αγελάδα, ένα κάρο ανά δύο γειτονικές 
οικογένειες και ορισµένα γεωργικά εργαλεία (τσάπες, φτυάρια, δεκράνια, άροτρα 
κλπ). 
Βρισκόµαστε στο έτος 1926. Το Λοζάνοβο όπως και άλλα έντεκα χωριά, 
αποτελούν µία κοινότητα πού έχει έδρα το χωριό Ασάρµπεη (∆ροσερό). Τα χωριά 
αυτά είναι το Λοζάνοβο (Παλαίφυτο), Τριφύλτσοβο (Τριφύλλι), Γίψοβο 
(Γυψοχώρι), Καράµτζα (Καλλίπολη), Σεντέλη (Σανδάλι), Νηντήρι (Άνυδρο), 
Μπάµπια (Λάκα), Όµπαρ (Αραβησσός), Βούντριστα (Παλιός Μυλότοπος), Νέα 
Βούντριστα (Νέος Μυλότοπος). Πρόεδρος στην Κοινότητα αυτή µε τα 
αναφερόµενα χωριά, είναι από το Λοζάνοβο ο Μαυρογιαννίδης Πέτρος, ο οποίος 
είναι πρόσφυγας µικρασιάτης. 
Το Λοζάνοβο αναγνωρίσθηκε ως κοινότητα από το Υπουργείο Εσωτερικών το 
έτος 1927 και ονοµάσθηκε Κοινότητα Παλαιφύτου. Πήρε το όνοµα Παλαίφυτο, 
επειδή η λέξη Λοζάνοβο στα Βουλγαρικά σηµαίνει παλαιό φυτό ή παλαιό αµπέλι. 
Οι κάτοικοι στην οµιλία του έβαζαν το «Τσι» και το «Τσε» π.χ. Τους πιάσανε 
«Τσεπιασαν» τους έριξαν «Τσέριξαν» Και άλλες. Επίσης στις λέξεις έκοβαν την 
τελευταία συλλαβή ή το φωνήεν π.χ. Βασίλης «Βασιλς» , Πασχάλης «Πασχάλς», 
Σταµάτης «Σταµάτς» κλπ 
Το 1928 οι αγρότες του Παλαιφύτου ιδρύουν τον Αγρ. Συνεταιρισµό µε την 
σφραγίδα: Αγροτικός Συν/σµός Παλαιφύτου, έτος ιδρύσεως 1928

Δημοφιλείς αναρτήσεις